Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Συνέντευξη της Ευσταθίας Βερυκίου στη μαθήτρια Αναστασία Μιχαηλίδη

Πώς λέγεσαι;
Ευσταθία Βερυκίου
Από πού είσαι ;
Από το Αγρίνιο
Πότε εγκατέλειψες την Ελλάδα;
Εγκατέλειψα την Ελλάδα το 1980.
Γιατί έφυγες ;
Έφυγα γιατί εδώ δεν είχαμε δουλειά. Έφυγα οικειοθελώς μαζί με το άντρα μου.
Πώς ένιωσες όταν έφυγες ; Πώς αντέδρασαν οι συγγενείς σου;
Οι γονείς μου αντέδρασαν πολύ άσχημα αλλά δεν τους άκουσα. Η αλήθεια είναι πως φοβόμουν για το τι θα συναντήσω στα ξένα.
Ποια χώρα διάλεξες να εγκατασταθείς και γιατί;
Πήγαμε στη Γερμανία. Διαλέξαμε αυτή τη χώρα γιατί ήταν η κουνιάδα μου με τον άντρα της εκεί και πήγαμε κι εμείς με πρόσκληση.
Ποια προβλήματα αντιμετώπισες στην αρχή ;
Όταν πήγαμε αντιμετωπίσαμε προβλήματα με τη γλώσσα και το ρατσισμό.
Βρήκες εύκολα δουλειά ;
Ναι ! Σε ένα εργοστάσιο. Πορσελάν Φάμπρικ Ατσπερκ λεγόταν.
Είχες καλή αμοιβή ;
Καλή ήταν. Τότε έπαιρνε 1500 Μάρκα ο άντρας μου , εγώ τα μισά, καθώς δούλευα λιγότερες ώρες, γιατί είχα τα τρία μου παιδιά τα οποία γεννήθηκαν στη Γερμανία στο Μarktredwitz στη Νυρεμβέργη.
Πώς έμαθες τη γλώσσα ;
Για τη γλώσσα δυσκολεύτηκα λίγο αλλά την έμαθα με τη βοήθεια του άντρα μου και της κουνιάδας μου και έμαθα και πολλά από την τηλεόραση.
Γνώρισες φίλους εκεί ; Κάνατε παρέα με ντόπιους ;
Φίλους γνωρίσαμε. Πρώτα κάναμε παρέα με Έλληνες από Πρέβεζα και σιγά σιγά και με ντόπιους. Θυμάμαι πολύ καλά πως είχαμε μία πολύ καλή φίλη, ντόπια, την Σίλβια η οποία μέχρι 5 χρόνια πριν ερχόταν στην Ελλάδα αλλά δυσκόλεψαν τα πράγματα και τώρα έχουμε μόνο επικοινωνία με τηλέφωνο. Επίσης κάναμε πολύ παρέα με μια φίλη Τουρκάλα τη Νέβιν, μας έλεγε αδέρφια της και επικοινωνούμε ακόμα μαζί της.
Σου άρεσε η πόλη που ζούσες ;
Η πόλη μου άρεσε πολύ, δεν ήταν πολύ μεγάλη, είχε περίπου 40.000 κατοίκους, είχε πολλούς Έλληνες εκεί και γι’ αυτό μου άρεσε περισσότερο.
Νοστάλγησες καθόλου την πατρίδα σου ;
Είχα νοσταλγήσει πολύ την πατρίδα μου , ήθελα να δω τους δικούς μου, όμως έπρεπε να μείνω για να ζήσω τα παιδιά μου.
Επικοινωνούσες με συγγενείς ; Πότε γύρισες στην πατρίδα σου ;
Μετά από 10 χρόνια γυρίσαμε με τον άντρα μου και τα παιδιά μου στο Αγρίνο. Επικοινωνούσαμε πολύ συχνά με συγγενείς και φίλους με το τηλέφωνο ή με αλληλογραφία.
Με τι μέσο ταξίδευες ; Πόση ώρα ;
Ταξιδεύαμε μία φορά το χρόνο με τον άντρα μου και τα παιδιά μου με το αεροπλάνο. Ταξιδεύαμε από Μarktredwitz– Μόναχο με τρένο μετά με αεροπλάνο μέχρι Αθήνα δυόμιση ώρες , μετά με το ΚΤΕΛ.
Πώς ήταν ο τρόπος ζωής εκεί ;
Ο τρόπος ζωής εκεί ήταν πολύ καλύτερος από ό,τι είναι τώρα και η καθημερινότητα το ίδιο καλή. Μπορούσες να κάνεις περισσότερα πράγματα γιατί είχες περισσότερες δυνατότητες.









Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
στη μαθήτρια Αλεξάνδρα Σταματελόπουλου

Πώς λέγεσαι;
Χρυσοβαλάντης Θεοδωρόπουλος
Από πού είσαι;
Από την Ελλάδα
Πότε  έφυγες από την Ελλάδα;
Έχω  εγκαταλείψει την πατρίδα μου ένα χρόνο τώρα
Πού πήγες;
Στην Αμερική
Γιατί έφυγες;
Είχα οικονομικά προβλήματα
Πώς ένιωσες όταν έφυγες;
Αυτό που ένιωσα ήταν λύπη γιατί θα άφηνα πίσω την οικογένειά μου, αλλά κι από την άλλη ικανοποίηση γιατί θα μπορούσα να προσφέρω και εγώ κάτι.
Πώς αντέδρασαν οι συγγενείς σου όταν έφυγες;
Η αντίδρασή τους ήταν κλάμματα και συγκινήσεις…
Έφυγες μόνος ή με την οικογένειά σου;
Μόνος μου έφυγα
Γιατί διάλεξες αυτή τη χώρα να εγκατασταθείς;
Γιατί στη χώρα είχε πάει ο πατέρας  μου και τη γνώριζε και όταν άκουσε ότι θα φύγω για  το εξωτερικό μου την πρότεινε και πήγα σε αυτήν.
Με τι μέσο ταξίδεψες;
Ταξίδεψα με αεροπλάνο και το ταξίδι κράτησε εφτά ώρες.
Ποια προβλήματα αντιμετώπισες;
Τα προβλήματα που αντιμετώπισα δεν ήταν πολλά, αλλά σημαντικά.Στις δυο πρώτες βδομάδες ήταν το πρόβλημα της γλώσσας και της προσαρμογής.
Πώς είναι η ζωή σου σήμερα;
Η ζωή μου είναι τελείως διαφορετική.Εδώ οι άνθρωποι έχουν διαφορετικό τρόπο ζωής και με το πέρασμα του χρόνου μπόρεσα να ενταχθώ στον νέο τρόπο ζωής τους.
Βρήκες εύκολα δουλειά;
Η δουλειά μου είναι μουσικός.Ήταν κανονισμένη από επικοινωνία με κάποιους φίλους.
Αντιμετώπισες ρατσισμό;
Όχι οι άνθρωποι που γνώριασα εδώ είναι πολύ φιλικοί και φιλόξενοι
Έχεις καλή αμοιβή;
Η αμοιβή μου δεν έχει κάποια διαφορά από αυτή στην Ελλάδα.Απλά στην Ελλάδα δεν υπήρχε δουλειά όσο υπάρχει εδώ.
Πώς έμαθες τη γλώσσα;
Με βοήθησαν οι φίλοι  που ήδη βρίσκονταν εδώ
Γνώρισες φίλους εκεί;
Γνώρισα.Αλλά στα μαγαζιά που εργαζόμουνα οι περισσότεροι ήταν Έλληνες και κάναμε παρέα με κάποιους.
Σου αρέσει η πόλη που ζεις;
Η πόλη που ζω είναι αρκετά όμορφη αλλά δεν είναι σαν την Ελλάδα.
Νοσταλγείς την πατρίδα σου;
Ναι.Έχω νοσταλγήσει πολλές φορές την πατρίδα μου!
Επικοινωνείς με τους συγγενείς  σου;
Ναι φυσικά επικοινωνώ με τους συγγενείς  και με τους φίλους.Επικονωνούμε μέσω του skype και από κινητά τηλέφωνα.
Θέλεις να ξαναγυρίσεις  στην πατρίδα σου;
Αφού καταφέρω να έρθω σε μια καλή οικονομική κατάσταση ναι, τότε θα ξαναγυρίσω.
Ευχαριστούμε για τη συνέντευξη!


Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

                            ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ  ΒΑΛΤΙΝΟΥ
                             ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΚΟΡΔΟΠΑΤΗ
                             Γράφει η Βάσια Τσιλίκα , μαθήτρια Β Γυμνασίου
                            ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΚΟΡΔΟΠΑΤΗ

 Στο βιβλίο Συναξάρι  του Αντρέα Κορδοπάτη του οποίου συγγραφέας είναι ο Θανάσης Βαλτινός, μου έκανε εντύπωση το ταξίδι του ήρωα προς την Αμερική. Κατά την παραμονή τους στην Πάτρα μάζεψαν, ο Αντρέας με την παρέα του, χρήματα για να αγοράσουν κάποια πράγματα για το μεγάλο αυτό ταξίδι τους. Αφού τα ετοίμασαν όλα μπήκαν στο πλοίο της εταιρίας Αυστροαμερικάνα, και κατά τις εννέα το βράδυ αναχώρησαν. Μαζί τους ταξίδευαν άλλοι τρεις χιλιάδες μετανάστες, διαφόρων εθνοτήτων. Ύστερα από δύο μέρες ταξίδι έφτασαν στο Παλέρμο της Ιταλίας όπου και έριξαν άγκυρα. Έμειναν εκεί έξι ώρες, μα όταν ξεκίνησαν να φύγουν κατάλαβαν ότι η άγκυρα κάπου είχε σκαλώσει. Πάλεψε ώρα να ελευθερωθεί αλλά τελικά τα κατάφερε κι έτσι το πλοίο συνέχισε ανενόχλητο το ταξίδι του. Ξημερώματα της επόμενης ημέρας είχαν φτάσει στον πορθμό του Γιβραλτάρ. Έμειναν εκεί άλλες έξι ώρες κι έφυγαν. Τρεις μέρες ταξίδευαν στον Ατλαντικό, την τρίτη όμως το πλοίο χάλασε. Οι μηχανικοί το ψευτοδιόρθωσαν κι έτσι διένυσε μόνο άλλα οχτώ μίλια. Η ψυχή του κόσμου ήταν βυθισμένη στο φόβο. Το φαγητό που τους έδιναν να τρώνε ήταν άθλιο. Έσφαζαν κάτι παλιάλογα και τους τα μοίραζαν. Πολύ λίγοι τα έτρωγαν, επειδή θα πέθαιναν από ασιτία. Ο Αντρέας και οι συμπατριώτες του έτρωγαν αυτά που είχαν αγοράσει από την Πάτρα, τα οποία όμως τελείωσαν, κάποια στιγμή.
 Μέσα σε όλα αυτά που είχαν περάσει τους περίμενε άλλη μια δυσκολία, η ψείρα που είχε αρχίσει να κοχλάζει. Κάποιοι, συμπεριλαμβανομένου και του Αντρέα, είχαν μαζί τους υδράργυρο και άλειφαν με αυτόν τα κορμιά τους. Έτσι έσωσαν λίγο την κατάσταση και δεν υπέφεραν στο βαθμό που υπέφεραν οι υπόλοιποι, δηλαδή όσοι δεν είχαν υδράργυρο. Μετά από λίγες μέρες το νερό λιγόστεψε. Μαζεύονταν όλοι στα ντεπόζιτα με τις βίκες. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ένα βράδυ ξέσπασε δυνατή φουρτούνα. Το πλοίο πήγαινε πότε μπρος πότε πίσω. Δυνατά τραντάγματα το κούναγαν απότομα. Σταμάτησε η φουρτούνα ξαφνικά και ξημέρωσε μια μέρα τόσο όμορφη σαν τη θάλασσα που ήταν καταγάλανη και ήρεμη…
 Ένα δειλινό του Νοεμβρίου, κατά τις είκοσι πέντε της Αγίας Αικατερίνης, ακούστηκε ένας μεγάλος κρότος και το πλοίο τραντάχτηκε ολόκληρο. Οι επιβάτες φώναζαν και οι μηχανικοί προσπαθούσαν να επιδιορθώσουν τη βλάβη. Όταν βράδιασε το πλοίο σήκωσε φώτα κινδύνου. Όλοι οι ορθόδοξοι έκαναν το σταυρό τους και προσεύχονταν. Τελικά φτιάχτηκε η ζημιά και το πλοίο συνέχισε το ταξίδι του. Κατά τις δύο τη νύχτα το πλοίο μπήκε στον ποταμό Μισισιπή, από τον οποίο και έπιασε νερό. Όλοι άρχισαν να πίνουν λαίμαργα μιας και είχαν πολλές μέρες να βάλουν στο στόμα τους γλυκό νερό. Έπειτα ήρθε ένα ρυμουλκό και τους πήρε. Έκαναν άλλες δύο μέρες ταξίδι, και επιτέλους έφτασαν στη Νέα Ορλεάνη. Η αμερικανική κυβέρνηση έστειλε επιτροπή να τους επιθεωρήσει ξανά, παρόλο που είχαν εξεταστεί πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Όταν έφτασε εκεί γιατρός άρχισε να τους εξετάζει έναν προς έναν. Όποιος ήταν απολύτως υγιής, του έδινε κάρτα με μπλε και οράιτ, ενώ όποιος δεν ήταν του έδινε κάρτα με κόκκινο και σκαρτ. Δυστυχώς ο Ανδρέας ήταν ανάμεσα σε αυτούς που είχαν πάρει κάρτα με κόκκινο, και ο μόνος στην παρέα του. Δεν το έβαλε όμως κάτω!
   ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
 Ο τρόπος με τον οποίο ο Θανάσης Βαλτινός αφηγείται το δύσκολο ταξίδι του Αντρέα Κορδοπάτη προς την Αμερική, είναι εντελώς παραστατικός, και μου δημιουργεί πλήθος εικόνων. Εικόνες που ακόμα και στις μέρες μας, τον 21ο αιώνα, θα συναντήσουμε. Εικόνες άσχημες. Εικόνες που δημιουργούν συναισθήματα όπως θλίψη, πόνο και φόβο. Αλλά ταυτόχρονα και χαρά, γιατί νιώθεις και ελπίζεις πώς κάποιος που μεταναστεύει σε κάποια άλλη χώρα θα ζήσει μια καλύτερη ζωή εκεί! Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν θα νοσταλγήσει την πατρίδα του. Γιατί όπου κι αν πάμε, όπου κι αν μας οδηγήσει η ζωή, η πατρίδα μας θα είναι πάντοτε μέσα στις καρδιές μας, και ποτέ δεν θα ξεχάσουμε πως κάποτε ζήσαμε εκεί. Οι άνθρωποι πριν από χιλιάδες χρόνια άρχισαν να μεταναστεύουν. Ήδη στην ιστορία του 2000 π.Χ. διαβάζουμε γεγονότα για μαζικές μεταναστεύσεις ανθρώπων. Δεν μεταναστεύουμε επειδή το θελήσαμε, αλλά επειδή αναγκαστήκαμε. Στο πλοίο με το οποίο ταξίδευε ο Αντρέας Κορδοπάτης ταξίδευαν χιλιάδες άλλοι άνθρωποι, με διαφορετική καταγωγή. Όλοι τους έχουν περάσει πολλές δυσκολίες, ώστε να οδηγηθούν στη μετανάστευση, και θα μπορούσε να γραφτεί για τον καθένα από αυτούς ένα βιβλίο, στο οποίο να περιγράφεται η ζωή τους, έτσι ακριβώς όπως συνέβη και με τον Αντρέα Κορδοπάτη...




                                                              ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ    
                                                   ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΚΟΡΔΟΠΑΤΗ
Γράφει ο Δημοσθένης Τρυφιάτης, μαθητής Β Γυμνασίου
  To  βιβλίο  του  Θανάση  Βαλτινού,   Συναξάρι  του  Ανδρέα  Κορδοπάτη, αναφέρει  τις  προσπάθειες  του  Αντρέα  να  ξενιτευτεί, μερικές  από  τις  οποίες  ήταν  πετυχημένες  και  άλλες  αποτυχημένες.  Η  οικογένεια  του  Αντρέα  ήταν  πολύτεκνη, με  μεγαλύτερο  τον  Βασίλη, ο  οποίος  προσπάθησε  με  πολλούς  τρόπους  να  συνεισφέρει  στα  οικονομικά  της  οικογένειας.  Ο  Αντρέας  γι  αυτό  το  λόγο  όταν  ήταν  μικρός  πάντα  τον  βοηθούσε.  Όμως, και  πάλι  τα  οικονομικά  τους  δεν  πήγαιναν  τόσο  καλά,  έτσι  ο  Αντρέας  αποφάσισε  να  ξενιτευτεί.  Προσπάθησε  τρείς  φορές  να  ξενιτευτεί, αλλά  λόγω προβλημάτων της  υγείας  του δεν τα κατάφερε. Παρά  την  στεναχώρια  του  δεν  το  έβαλε  κάτω  και  προσπάθησε  για  τέταρτη  φορά  να  ξενιτευτεί,   και  τα  κατάφερε!
    Έμαθε  ότι  υπήρχε  πλοίο  το  οποίο  θα  έφευγε  από  την  Πάτρα  για  Νέα  Ορλεάνη. Έμεινε  ένα  βράδυ  στην  Πάτρα  και  το  βράδυ  της  άλλης  μέρας  αναχώρησε  για  να φτάσει  μετά  από  2  ημέρες  στο  Παλέρμο. Εκεί  έμεινε  6  ώρες  και  ξεκίνησαν  για  το  Γιβραλτάρ. Μείνανε  εκεί  6  ώρες  και  μετά  ανοιχτήκανε  στο  μεγάλο  Ωκεανό. Για  φαγητό  τους  έδιναν  κάτι  παλιάλογα... Αυτός  επιβίωσε  από  τα  πράγματα  που  πήρε  στην  Πάτρα. Ζούσανε  μέσα  σε  αυτήν  την  φρίκη. Έπειτα  άρχισε  να  κοχλάζει  η  ψείρα...   Κάποια    μέρα  έφτασε  στα  νησιά  της  Φλώριδας   και  είχε  ακόμα  πολύ  χρόνο  για  Νέα  Ορλεάνη. Όταν έφτασαν  ήρθαν  οι  γιατροί  για  να  τους  εξετάσουν.  Οι περισσότεροι   τα  κατάφεραν  να κριθούν υγιείς  εκτός  από  τον  ίδιο, με  αποτέλεσμα  να  τον  κλείσουν  στο  μπουντρούμι. Την  άλλη  μέρα  τον  έβγαλαν  έξω, όπου  αποφάσισε  να  το  σκάσει. Και το κατάφερε. Στην  ακτή  έψαχνε  σαν  τρελός  τους  συγγενείς  του  και  για  ελληνικό  ξενοδοχείο  για  να  περάσει  το  βράδυ. Τελικά, βρήκε  και  ξενοδοχείο  και  τον  ξάδελφό   του...
Από τότε ζει ως λαθρομετανάστης στην Αμερική:
 Έμεινε  2  ημέρες  στο  Σανλουίς  και  τη  Τρίτη  πήγε  στο  σταθμό  για  Κάνσας  Σίτυ. Φτάνοντας, έβγαλε  άλλο  εισιτήριο  για Σανλαίκι  Σίτυ  και  από  εκεί  στο  Όγδοο, όπου  βρήκε  τον  αδελφό  του  Γιάννη. Μετά  ξαναφεύγει  Σανλαίκι  Σίτυ  και  ξαναγυρίζει  στο  Ποκατέλο  όπου  έκατσε  στον  αδελφό  του  10 ημέρες. Στη  συνέχεια, έφυγε για  Νάμπα Αϊντάχο  όπου  πιάνει  δουλειά. Έπειτα, φεύγει για Βόισενς Αϊντάχο, όπου  βοήθαγε  Έλληνα  τσαγκάρη. Με  τα  αδέλφια  του  φεύγει  για  Μπιούτη  Μοντάνα,  όπου  έπιασε  δουλειά  στα  βαγόνια,  και  μετά  από  2  εβδομάδες  άνεργοι,  φεύγουν  για  Μισούλα όπου  δουλεύουν  ως  εργάτες  στο  εργοστάσιο  συλλογής  σιδήρων  με  καλό  μισθό  μέχρι που  πήραν  τάιμ  τσεκ   και  σκολάσανε. Ξαναπιάνουν  δουλειά  όμως  σε  εργοστάσιο  με  κάρβουνα, αλλά  λόγω  της  επιβάρυνσης  της  υγείας  του, πιάνει  δουλειά  στο  πλύσιμο  των  μηχανών. Δούλεψε  πολύ  καιρό  εκεί,  αλλά  έγινε  αντιληπτός  στους  κλητήρες.  Έφυγε  από  το  εργοστάσιο  και  έμενε  στο  σπίτι  του  συνεταίρου  του  αδελφού  του  για  20  ημέρες  και  μετά  έφυγε  για  Μπιούτη  Μοντάνα. Από  εκεί   φεύγει  αργά  τη  νύχτα  για Ποκατέλο , δουλεύοντας  στα  μεσίνια. Τελειώνοντας  την  εργασία  του,  πήγε  στο  σαλούνι   του  Γιάννη, και  όταν  πήγε  να  ξεφύγει, οι  κλητήρες  κατάφεραν  να  τον  πιάσουν. Τον  οδήγησαν  στο  Τμήμα, όπου  άρχισαν  την  ανάκριση. Έπειτα, τον  οδήγησαν  στο   υπόγειο, όπου  έμεινε  τρείς  ημέρες  και  την  τέταρτη  τον  εξέτασαν  οι  γιατροί, οι  οποίοι  τον  έβγαλαν  καθαρό. Σε  τρείς  ημέρες  ήρθε  η  εγγύηση  που  έλεγε  ότι  θα  έφευγε. Βγαίνοντας  από  τη  φυλακή,  έπιασε  δουλειά  σε  ένα  εργοστάσιο  για  25  ημέρες.  Μετά  πληρώθηκε  για  να  φύγει  για  Ελλάδα.
   Χαιρέτησε  με  κλάματα  τους   αδελφούς  του, αγόρασε  πράγματα  και  μπήκε  στο  τρένο  για  να  φύγει. Έφτασε  στη  Νέα  Υόρκη  τη  νύχτα, όπου  έμεινε  στο  ξενοδοχείο, φυλαγόμενος  από  τους  κλητήρες. Το  μεσημέρι  πήγε  στο  Καστριγκάρι    και  το  βράδυ  έφυγε  για  Ελλάδα. Την  άλλη  μέρα  έφτασε  στην  Πορτογαλία  μένοντας  μισή  ημέρα. Δεύτερο  λιμάνι  ήταν  η  Νεάπολη  και  έπειτα  από  2  ημέρες  στην  Πάτρα. Εκεί  έμεινε  1  ημέρα  και  το  πρωί  ο  Ανδρέας  έφυγε  για  Πύργο, από  εκεί  στην  Τρίπολη  και  στη  συνέχεια  μαζί  με  τον  αδελφό  του  Αντώνη  για  το  χωριό. Πριν  φύγουν  όμως  ο  Ανδρέας, μπαίνει  στο  πρακτορείο  της  πόλης, αφήνει  όνομα  και  σύσταση  και  ζητά  να  τον  ενημερώσουν  όταν  θα  ξαναπεράσει  πλοίο  για  Αμερική...




Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Μετανάστευση νέων

Γράφει η Μαρία Σαρδέλη

Καθώς η Ιστορία επαναλαμβάνεται η μετανάστευση εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί ζήτημα της χώρας μας. Το ξερίζωμα από την πατρίδα με κατεύθυνση το άγνωστο είναι κάτι που βιώνουν εκατομμύρια νέοι σήμερα. Η οικονομική κρίση και η ανεπάρκεια θέσεων εργασίας, ωθεί τους μορφωμένους νέους μας να εγκαταλείψουν τη χώρα. Τα έξυπνα μυαλά τους, εκμεταλλεύονται οι χώρες με υψηλότερη φυσικά οικονομία και βιοτικά επίπεδα. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ άσχημο να φεύγουν τόσοι άνθρωποι όπως τα αποδημητικά πουλιά. Εγώ η ίδια δεν ξέρω αν θα είχα τη δύναμη για να φύγω από την Ελλάδα..


Εδώ είναι η πορεία όλων των νέων σήμερα..
(Να ξέρουμε τί θα ακολουθήσουμε..)

Δημοτικό
Γυμνάσιο
Λύκειο
Πανεπιστήμιο
Διαβατήριο


...





Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Το διπλό βιβλίο




Πολυτίμη  

Σ

κεπετάρη



(Δημήτρης Χατζής)
Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στον Κώστα, ένα φτωχό αγόρι που γεννήθηκε στην Σούρπη, ένα χωριό κοντά στο Βόλο, το 1940. Ο πατέρας του δούλευε σε ένα ραφτάδικο και λόγω της φτώχιας του ποθούσε να φύγει στο εξωτερικό για μια καλύτερη ζωή. Ύστερα από τον θάνατο της μητέρας του στα δεκαπέντε  του χρόνια έπιασε δουλεία σε ένα ξυλάδικο στην πόλη, έτσι ώστε να καλύψει τα έξοδα της οικογένειας του. Μετά από λίγο καιρό όμως, λόγω συνθηκών ζωής στην Ελλάδα και με τη βοήθεια του Σταύρου, τον οποίο είχε γνωρίσει πηγαίνοντας στο στρατό, καταφεύγει στη Γερμανία, ως οικονομικός μετανάστης, αφήνοντας πίσω του την αδελφή του, την Αναστασία. Εκεί πιάνει δουλειά σε ένα εργοστάσιο, το Άουτελ, που κατασκευάζει λάμπες και είδη για τον μηχανισμό των αυτοκινήτων. Στο εργοστάσιο αυτό, ο Κώστας μας περιγράφει, πως κάθε εργάτης ασχολείται με μια τυποποιημένη εργασία μαζί με άλλους εργαζόμενους που κάνουν το ίδιο. Σε ένα απρόσωπο περιβάλλον, πολύπλοκο σύστημα, με πολλά μηχανήματα που ο ίδιος δεν μπορεί να καταλάβει. Στη μεγαλούπολη εκεί ο Κώστας περιβάλλεται από ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα κοινό μαζί του και με τους οποίους δεν μπορεί να επικοινωνήσει. Δεν έχει που να πάει και δεν έχει κανέναν να τον περιμένει. Έχει ουσιαστικά χάσει την προσωπική του ταυτότητα ενώ η μονοτονία και η ρουτίνα του δημιουργεί ψυχική και κοινωνική αποξένωση.

Απόσπασμα
Σε αυτό το σημείο ο απλοϊκός  αυτός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει πως λειτουργεί αυτό το σύστημα και νιώθει μικρός και ασήμαντος βλέποντας τον εαυτό του ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Έτσι ψάχνοντας να ανακαλύψει την ταυτότητα του, πως δηλαδή ο ίδιος συμμετέχει σε αυτήν την εργασία, φέρνει στον νου του μια εικόνα που είχε δει στο σινεμά. Δηλαδή μια σταγόνα νερού σε μεγέθυνση, με εκατομμύρια μικρόβια μέσα της. Έτσι νιώθει ασήμαντος, όπως ασήμαντο είναι επίσης και το μικρόβιο της σταγόνας.

Αναγκάστηκα να φύγω από την Ελλάδα…


O Γιώργος Κοντογιάννης στα ναυπηγεία  της Ολλανδίας…

Ονομάζομαι Γιώργος Κοντογιάννης και είμαι από τη Σκουτερά. Την Ελλάδα την εγκατέλειψα πέρυσι το Φεβρουάριο[2014] για να πάω στην Ολλανδία.
Αναγκάστηκα να  φύγω από την Ελλάδα για καθαρά οικονομικούς λόγους!
Δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω ούτε στις πρώτες ανάγκες διαβίωσης της οικογένειάς μου.
Δεν είχαμε να φάμε στην κυριολεξία.
Όταν έφυγα ένιωσα πάρα πολύ άσχημα που θα άφηνα την οικογένειά μου πίσω, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή.
Έπρεπε να φύγω για να έχουν τα παιδιά μου κι η γυναίκα ένα σπίτι να μένουν και ένα πιάτο φαγητό να  τρώνε.
Όσο  για τους συγγενείς μου δεν είχαν άλλη επιλογή από το να στηρίζουν την απόφασή μου.
Δυστυχώς από τη στιγμή που ψάχνεις για δουλειά δεν διαλέγεις τη χώρα που θα φύγεις. Όπου έχει  δουλειά θα πας, από τη στιγμή που αποφάσισες να στερηθείς  την οικογένειά  σου…
Ευτυχώς, δεν είχα κανένα  πρόβλημα προσαρμογής, γιατί « τα  βουνά είναι μαθημένα από τα χιόνια», όπως λένε…
Τη ζωή μου σήμερα δεν μπορώ να την χαρακτηρίσω ούτε καλή ούτε κακή.
Καλή γιατί μπορώ να ανταπεξέλθω τις δυσκολίες της ζωής. Κακή γιατί πρώτον δεν έχω καθόλου ζωή. Είμαι δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά.
Και δεύτερον η οικογένειά μου δεν νιώθει ασφαλής και τα παιδιά μου μεγαλώνουν χωρίς το πατρικό πρότυπο!
Εργασία όπως πάντα, αν δεν έχεις κάποιον γνωστό ή συγγενή είναι δύσκολο να βρεις. Εκτός αν έχεις καλές γνώσεις  και είσαι προικισμένος.
Ρατσισμό συγκεκριμένα εδώ που είμαι δεν μπορώ να πω ότι αντιμετώπισα. Μόνο λίγο  ζήλεια να το πω, κάπως έτσι θα το χαρακτήριζα.
Όσον αφορά την αμοιβή κάθε  εργαζόμενου πάνω στη γη ποτέ δεν είναι ικανοποιημένος αντίστοιχα  με αυτό που προσφέρει η εταιρεία. Δεν μπορώ να πω όμως ως ένα βαθμό είμαι ικανοποιημένος επειδή ζει η οικογένειά μου αξιοπρεπώς.
Φίλους δεν κάνεις ποτέ. Μόνο τους κερδίζεις.
Η πόλη που ζω είναι σαν μικρό χωριό και δεν μου αρέσει καθόλου. Είμαι εδώ από ανάγκη και όχι από επιλογή. Σαν την Ελλαδάρα δεν υπάρχει πουθενά.
Ταξίδεψα με αεροπλάνο από το Ελ. Βενιζέλος αφού πρώτα ταξίδεψα για 4 ώρες με το λεωφορείο για να πάω στο αεροπλάνο.
Εδώ ο τρόπος ζωής είναι μίζερος και βαρετός. Καθημερινά κάνεις τα ίδια πράγματα.
Ξυπνάς στις 6, φτιάχνεις καφέ, οδηγείς για να πας στο ναυπηγείο, αλλάζεις στις 7 και πιάνεις δουλειά μέχρι τις 5:30 που σχολάς. Μετά πας στο μάρκετ και ψωνίζεις φαγητό, φεύγεις πας στο σπίτι , κάνεις μπάνιο, μαγειρεύεις, τρως, κάθεσαι λίγο και μετά πας και πέφτεις στο κρεβάτι. Αύριο κάνεις το ίδιο πάλι…
Αν αυτή είναι ζωή, χαρακτήρισέ την όπως νομίζεις.
Επίσης ξέχασα να πω ότι με την οικογένειά μου μιλάω καθημερινά μέσω του viber.Mόνο εκεί χρησιμοποιώ την τεχνολογία…
Αυτά είχα να πω.

Η αφήγηση της ζωής του μετανάστη Γ. Κοντογιάννη στον ανηψιό του Σπύρο Σαμαρά, μαθητή Γ Γυμνασίου έγινε μέγω skype.[Ιανουάριος 2014]