Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Συνέντευξη του Ανδρέα Τσόμπο από την Αλβανία, στην κόρη του Αρμπίνα


Πώς λέγεσαι;
Λέγομαι  Τσόμπο Ανδρέας
Από πού είσαι;
Είμαι από την Αλβανία
Πότε ήρθες στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα ήρθα το  1992 δηλαδή πριν από 23 χρόνια και ήμουν 20 ετών.
Γιατί έφυγες από τη χώρα σου;
Έφυγα από τη χώρα μου γιατί αναγκάστηκα όπως και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που φεύγουν από τη χώρα τους για διάφορους λόγους.Εγώ ανήκω σε αυτούς που έφυγαν από τη χώρα τους γα οικονομικούς λόγους, γιατί στη χώρα μου τότε δεν είχε δουλειά και έτσι αφού δεν είχα κάποια δουλειά εκεί αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα.
Ήρθες μόνος ή με την οικογένειά σου;
Όταν ήρθα για πρώτη φορά  στην Ελλάδα είχα έρθει με τον αδελφό μου, ο οποίος είχε ξανάρθει στην Ελλάδα.
Γιατί διάλεξες αυτή τη χώρα;
Διάλεξα την Ελλάδα γιατί τότε ήταν ο πιο εύκολος προορισμός γιατί ήταν πιο κοντά και γιατί ήταν ο αδελφός μου εδώ.
Βρήκες εύκολα εργασία;
Όχι δε βρήκα εύκολα εργασία, ήταν πολύ δύσκολο.Βρήκα δουλειά μετά από 3-4 μήνες και αυτό ήταν πολύ δυσάρεστο για εμένα χρειαζόταν υπομονή και επιμονή, αλλά ευτυχώς εγώ την είχα.
Αντιμετώπισες δυσκολίες;[ρατσισμό;]
Αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και ειδικά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού που αναγκάστηκα να περπατήσω γιατί δεν είχα λεφτά για να πάρω λεωφορείο. Περπατούσαμε σχεδόν  10 με 11 ώρες , αλλά ατελείωτες μου φάνηκαν.Φυσικά και αντιμετώπισα ρατσισμό και ένιωθα πολύ άσχημα.Αλλά αυτό με έκανε πιο δυνατό για να φτάσω στους στόχους μου.
Θέλεις να ξαναγυρίσεις στη χώρα σου;
Αν με ρωτούσατε πριν από 15 χρόνια που δεν είχα τα παιδιά μου θα σας έλεγα με την πρώτη ναι, αλλά τώρα δεν γίνεται να φύγω πια αφού τα παιδιά μου είναι στο σχολείο τώρα, γιατί θα τους ήταν πολύ δύσκολο να μάθουν μια γλώσσα την οποία δεν ξέρουν. Αλλά κάποια στιγμή στο μέλλον θα ξαναγυρίσω όταν τα παιδιά χαράξουν το δρόμο τους.
Πώς έμαθες την ελληνική γλώσσα;
Με πολλή δυσκολία γιατί είναι πολύ δύσκολη γλώσσα για κάποιον ξένο.Με τον καιρό όμως τα έμαθα.
Αμοίβεσαι καλά στη δουλειά σου;
Ναι σίγουρα αμοίβομαι καλύτερα από την πατρίδα μου.Δεν θα έπαιρνα ούτε τα μισά από το ότι παίρνω τώρα.
Γνώρισες φίλους; Παρέες;
Όχι πολύ γρήγορα, αλλά μετά από χρόνια γνώρισα φίλους τους οποίους έχω ακόμα τώρα.
Σου αρέσει η πόλη που ζεις;
Ναι μου αρέσει η πόλη που ζω γιατί είναι πολύ ήρεμη μάλλον γιατί δεν είναι πολύ μεγάλη και εδώ ο κόσμος είναι πιο φιλικός σε σχέση με τις μεγαλουπόλεις.
Πώς είναι η πατρίδα σου; Το χωριό σου;
Στην πατρίδα μου έχω περάσει πολύ όμορφες στιγμές, αξέχαστες.Στην πατρίδα μου οι άνθρωποι είναι πολύ φιλικοί και αγαπητοί μεταξύ τους και αυτό είναι πολύ όμορφο.
Το χωριό μου είναι πολύ μικρό εκεί οι άνθρωποι γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους.Το σχολείο μου ήταν λίγο μακριά σχεδόν 20 λεπτά με τα πόδια και χρειαζόταν να κάνω όλη αυτή τη διαδρομή κάθε μέρα με τα πόδια. Καμιά φορά κάναμε επίτηδες τους άρρωστους γιατί πολύ απλά ήταν πολύ μακριά το σχολείο μας και κρυώναμε να πάμε με τα πόδια και έτσι μέναμε στο σπίτι.
Πώς αντέδρασαν οι συγγενείς σου όταν έφυγες από το χωριό;
Οι συγγενείς μου ήταν πολύ στεναχωρημένοι που έφευγα.Ειδικά η μητέρα μου που όταν μου ετοίμαζε τα ρούχα τη βρήκα να κλαίει που θα φύγω. Μετά την καθησύχασα λέγοντάς της ότι δεν θα καθίσω για πολύ μόνο για λίγο μέχρι να μαζέψω κάποια λεφτά.
Έχεις επικοινωνία μαζί τους; Πώς επικοινωνείτε;
Ναι έχουμε σχεδόν καθημερινή επαφή με τους γονείς μου και τα αδέλφια μου εκεί.Επικοινωνούμε τηλεφωνικά.
Πώς σε αγγίζει η οικονομική κρίση της Ελλάδας;
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα με έχει αγγίξει και αυτό το βλέπω στο ότι τώρα κάνουμε πιο πολύ οικονομία στην οικογένεια.
Νοσταλγείς την πατρίδα σου;
Ναι.Θυμάμαι τα χρόνια που πέρασα στην Αλβανία, θα ήθελα πολύ να ξαναπεράσω αυτά που πέρασα εκείνα τα χρόνια.Μου λείπει πολύ η πατρίδα μου!
Έρχονται οι συγγενείς σου στην Ελλάδα;
Ναι έρχονται πολύ συχνά οι συγγενείς μου εδώ και μας βλέπουν.Πλέον είναι πολύ εύκολο  να έρθουν στις μέρες μας.Πηγαίνουμε και εμείς τα καλοκαίρια συνήθως.
Θέλεις να πεις κάτι γι’ αυτούς που ματαναστεύουν σήμερα;
Ναι, θέλω να τους πω ότι πρέπει να κυνηγούν τα όνειρά τους ακόμα και αν είναι σε μια άλλη χώρα.Και να μην το βάζουν κάτω και να έχουν επιμονή και υπομονή!
Ευχαριστούμε πολύ
Εγώ σας ευχαριστώ!


Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Περίληψη του βιβλίου: "Ε, φίλε!
Γράφει η Αναστασία Μιχαηλίδη, μαθήτρια Γ2'

Το Βιβλίο με τίτλο: Ε, φίλε!, εκδόσεις Κέδρος
    Περιέχει εξομολογήσεις παιδιών από 12 διαφορετικές χώρες που ζουν στην Ελλάδα ως μετανάστες, πρόσφυγες ή παλιννοστήσαντες.Τα παιδιά καταθέτουν την προσωπική τους εμπειρία, νιώθοντας το ρατσισμό, γεμάτα παράπονο, τραύματα και δίψα  για αλληλεγγύη και δικαιοσύνη.Προσπαθούν να μας πείσουν πως δεν είμαστε διαφορετικοί, είμαστε όλοι άνθρωποι.
     Όνειρα, ελπίδες και προσπάθεια.Λέξεις που σημάδεψαν και καθοδήγησαν  τα παιδιά που χωρίς την θέλησή τους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για την εύρεση ενός ευοίωνου μέλλοντος και την λησμονησιά του δυσάρεστου παρελθόντος.Η οικονομική ανέχεια και τα πολιτικά προβλήματα ήταν οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους ξενιτεύτηκαν και άφησαν τις πατρίδες τους.Οι μικροί μετανάστες έβλεπαν το μέλλον να ορθώνεται δύσκολο μπροστά τους, λόγω των κοινωνικών προβλημάτων,που αντιμετώπισαν.Το βασικότερο πρόβλημα ήταν ο ρατσισμός!Ένα σημάδι σκοταδισμού, που ανήκει στο παρελθόν.
    Στο πρώτο κεφάλαιο διαβάζουμε εκθέσεις παιδιών του Δημοτικού, που εκφράζουν το παράπονό τους για το ρατσισμό που αντιμετώπιζαν.Πιο συγκεκριμένα, αποκλείονταν από τις παρέες του σχολείου αλλά και από τις σχολικές δραστηριότητες είτε λόγω καταγωγής, είτε λόγω θρησκεύματος.Για παράδειγμα, η Ελένη μας διηγείται την ιστορία της λέγοντάς μας πως επειδή δεν ήταν βαπτισμένη δεν της επιτρέπονταν η είσοδος στις εθνικές γιορτές <<Όταν γίνονταν εθνικές και θρησκευτικές γιορτές δεν μας επιτρέπανε να μπούμε στην εκκλησία, γιατί δεν ήμασταν βαφτισμένες>>.Οι μικροί μετανάστες δεν βιώνουν μόνο τον σχολικό ρατσισμό αλλά και την παραγκώνιση των γονιών τους από το κοινωνικό σύνολο.Η μικρή Μαρία αφηγείται τον μάταιο κόπο του πατέρα της να εξασφαλίσει τα προς το ζειν χωρίς καμία βοήθεια από το κράτος.Τέλος, εκφράζουν το τεράστιο γλωσσικό πρόβλημα που ήταν και ο κύριος παράγοντας  για  τον χλευασμό τους από τα υπόλοιπα παιδιά.
    Στο επόμενο κεφάλαιο:καταγράφονται μαρτυρίες παιδιών του Γυμνασίου.Το κάθε παιδί διαφέρει ως προς τον χαρακτήρα και με τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται, όμως όλα τα  παιδιά αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα.Την προκατάληψη των συμμαθητών τους…
    Οι βασικότεροι λόγοι της μετανάστευσης ήταν οι οικονομικοί και για την βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.Η ταλαιπωρία που υπέστησαν οι μικροί πρόσφυγες για τον ερχομό τους στην Ελλάδα, πράγμα που περιγράφει, με απόλυτη ακρίβεια, ο Τζακ Ψτιβάν <<περπατούσαμε με τα πόδια τρεις μέρες>> σε συνδυασμό με τον χλευασμό των άλλων κατοίκων, απέλπισε τα πιο πολλά παιδιά. Δεν ξέχασαν όμως τους στόχους τους και κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο.Τεράστια εντύπωση μου προκαλεί ο συγγραφικός λόγος της Αρμενίδας Εύας Αϊραπετιάν που με πολύ όμορφο τρόπο εξηγεί τη διαφορετικότητα.
<<Συχνά κάνω την σκέψη πως αν ζούσα σε ένα χώρο που όλα γύρω θα ήταν ίδια π.χ. τα λουλούδια, τα ζώα, οι άνθρωποι δεν θα μου άρεσε καθόλου.Έτσι τα λουλούδια που έχει η γιαγιά μου στις γλάστρες της μου αρέσει που άλλα βγάζουν  κόκκινα λουλούδια, άλλα άσπρα, άλλα μωβ κλπ. και πιστεύω πως θα ήταν άχαρη η ζωή αν υπήρχε ένα μόνο χρώμα λουλουδιών, ένα μόνο είδος ζώου και αν όλοι οι άνθρωποι ήταν ακριβώς ίδιοι μεταξύ τους σαν κλωνοποιημένοι>>.
    Το βιβλίο τελειώνει: με την συγγραφή παιδιών του Λυκείου, τα οποία δεν είχαν  την πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας, διότι πίστευαν πως το ταξίδι τους προς την Ελλάδα θα ήταν ένα ταξίδι μετεπιστροφής.Σε λίγο καιρό κατάλαβαν πως η διαμονή τους θα ήταν οριστική.Οι νέοι σιγά σιγά αγάπησαν την Ελλάδα όπως γράφει και η Χριστίνα Νεβήλα Τσούτση <<Δεν αισθάνομαι και ούτε είμαι Ελληνίδα, απλά νιώθω και θέλω η ζωή μου να τελειώσει εδώ>>.Λέξεις που συγκινούν γράμματα που αναδεικνύουν τον ευαίσθητο χαρακτήρα του μικρού κοριτσιού που με έναν όμορφο και εκλεπτυσμένο τρόπο μας προκαλεί να καταλάβουμε πως όλα τα παιδιά του κόσμου έχουν όνειρα, που θα προσπαθήσουν να εκπληρώσουν με κάθε τίμημα, ανεξαρτήτως χώρας, θρησκείας ή γλώσσας.
    Με την άφιξή τους στην Ελλάδα, ακόμη και με την γλωσσική ανεπάρκεια μπορούσαν  να καταλάβουν τα περίεργα βλέμματα των συμμαθητών τους, τα οποία τους προκαλούσαν τεράστιο ψυχικό πρόβλημα.Ωστόσο, δεν παραιτήθηκαν από την προσπάθεια για την κατάκτηση του τίτλου του "ευσυνείδητου μαθητή", αφού έτσι πίστευαν πως θα γίνονταν αρεστοί στο κοινό.Επιπρόσθετα, η υπεροπτική συμπεριφορά που περιθωριοποιούσε τα παιδιά, τους έχει σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή  τους, καθώς όσο και να προοδέψουν, για πάντα θα θυμούνται την προκατάληψη των όσων πέρασαν από το παρελθόν τους.
    Συμπερασματικά, μπορώ να πω πως μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μου δημιουργήθηκαν εικόνες και σκέψεις, οι οποίες θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη μου.Με συγκίνησε ιδιαίτερα η αγάπη για ζωή και η επιμονή τους για την αναβάθμισή της.Ειλικρινά η γραφή των παιδιών με διαπέρασε με μια ευαισθησία, η οποία μου δημιούργησε συναισθήματα συμπαράστασης και αλληλεγγύης στην πράξη, αφού μέχρι τώρα τα είχα μόνο σαν θεωρία.
Η ανάγνωση κάθε βιβλίου μας κάνει  πιο σοφούς, αλλά η ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου μας κάνει καλύτερους ανθρώπους!


Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Μαθητές γράφουν στίχους για τους ξενιτεμένους
Αχ , κακούργα ξενιτιά
Αχ , κακούργα ξενιτιά
που πήρες των Ελλήνων τα παιδιά
πόνο πότισες την καρδιά
που τα πήρες μακριά …

Ελλάδα κράτα τα παιδιά
μην τα διώχνεις μακριά
κρίση ξέσπασε στη χώρα
το ίδιο και στων Ελλήνων την  καρδιά  …

Ξενιτεμένε,οι συγγενείς σε νοσταλγούν
και οι φίλοι σε προσμένουν
που έχουν χρόνια να σε ειδούν
μα βαθιά σε καρτερούν !

Πλοία πάνε στην Αμερική…
πλοία πάν’ στην Αυστραλία…
να μην είναι η ζωή τους φτωχική
όπως και στη χώρα τη φτωχή …

Αχ , κακούργα ξενιτιά
που πήρες των Ελλήνων τα παιδιά
ασ' τους  μην ξεχάσουν αυτά
που θυμούνται απ΄ τα παλιά …
την Ελλάδα τη γλυκειά!

Μαθητές:   Γεωργία Ντέτσκα , Νικόλαος - Μάριος  Καντάνης , Γιώργος Χριστοδουλόπουλος

Δημήτρης Χατζής ,Το διπλό βιβλίο 
Παρουσίαση από το μαθητή  Κωνσταντίνο Αποστόλου
«Το διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο παρουσιάζεται η ζωή ενός Έλληνα μετανάστη, του Κώστα,  στη Γερμανία, όπως επίσης και οι ζωές άλλων ανθρώπων από την οικογένειά του και το κοντινό του περιβάλλον.
Χωρίζεται σε εννιά αυτόνομα κεφάλαια, το καθένα μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Προσωπικά πιστεύω πως ο τίτλος του βιβλίου οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν δυο αφηγητές, σε ορισμένα κεφάλαια ο ίδιος ο πρωταγωνιστής (ο Κώστας) και στ’άλλα ο συγγραφέας, οι οποίοι κάπου στο τέλος συναντιούνται.
Αρχικά ο Κώστας μας περιγράφει την ζωή του στο εργοστάσιο (στην Γερμανία), αναφέροντας πόσο οργανωμένο αλλά και μονότονο είναι. Την ίδια στιγμή μας ‘ξεναγεί’ στο μυαλό του, μιλώντας για μερικούς υπολογισμούς και ιδέες που έχει κάνει όλο αυτό το διάστημα. Στη συνέχεια κάνει μια αναδρομή στην εποχή όπου έμενε ακόμα στην Ελλάδα και δούλευε σε ένα ξυλάδικο στον Βόλο, τονίζοντας ότι ο μόνος λόγος όπου έφυγε στην ξενιτιά ήταν επειδή η οικογένειά του διαλύθηκε, με την αδερφή του να παντρεύεται. Πιο κάτω υπογραμμίζει το πώς νιώθει: ότι δεν ανήκει πουθενά και ότι η καθημερινότητά του έχει γίνει μια ρουτίνα.
 Ο συγγραφέας τότε τον χαρακτηρίζει ως ‘Κάσπαρ Χάουζερ’ λόγω της μοναχικότητάς του. Ανάμεσα σε όλα αυτά, βλέπουμε την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην οποία ο πατέρας του φυλακίζεται, αλλά μετά από μεγάλες προσπάθειες της θείας του Κώστα καταφέρνει να αποφυλακιστεί. ‘Φώς’ στην μονότονη ζωή του, ο μοναδικός του έρωτας, η  Έρικα, ο οποίος δεν κράτησε πολύ γιατί, όπως μας εκμυστηρεύεται, ο έρωτας είναι μόνο για τους πλούσιους. Μετά, κάνει μια παύση για να μας αναφέρει την επιστροφή του Σκουρογιάννη, φίλου του Κώστα, στην πατρίδα, λόγω συνταξιοδότησης. Ένα ακόμη γεγονός που ταράζει την καθημερινότητά του, ο Γερμανός συνεργάτης του, που του ανοίγει τα μάτια για το πώς θα δουλέψουν πιο παραγωγικά χωρίς να εξουθενώνονται. Σε ένα ακόμη κεφάλαιο μας μιλάει για τον ξαφνικό γάμο της αδερφής του, κάτι που το περίμενε, που τελικά δεν της έδωσε πραγματική ευτυχία.
Το βιβλίο τελειώνει με τον Κώστα να κλείνει όλες τις ιστορίες πάνω στα χνάρια του ημερολογίου του συγγραφέα. Όλες οι ιστορίες δεν έχουν καλό τέλος, οδηγώντας σε μια μίζερη ζωή.

Τα συναισθήματα που μου άφησε η ανάγνωση αυτού του βιβλίου είναι η απαισιοδοξία, η μιζέρια και η πίκρα… ‘Όμως μου γνώρισε τη ζωή των ανθρώπων σε μια εποχή πολύ πιο δύσκολη οικονομικά από αυτή που ζώ εγώ. Αν και υπάρχουν ομοιότητες…


Κυριακή 5 Απριλίου 2015


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ
στη μαθήτρια Γεωργία Ντέτσκα
-Πως ονομάζεσαι;
-Ονομάζομαι Μιχάλης Ντέτσκας.
-Από πού είσαι;
-Κατάγομαι από την Αλβανία.
-Πότε ήρθες στην Ελλάδα;
-Ήρθα στην Ελλάδα στην ηλικία των 18 ετών.
-Γιατί έφυγες από την χώρα σου;
-Αναγκάστηκα να φύγω από την χώρα μου λόγω άσχημων συνθηκών ζωής.
-Ήρθες μόνος ή με την οικογένειά σου;
-Ήμασταν παρέα των 10 ατόμων περίπου.
-Γιατί διάλεξες αυτή την χώρα;
-Επέλεξα την Ελλάδα καθώς συνορεύει με την Αλβανία και έτσι η μετακίνηση θα ήταν πιο εύκολη.
-Βρήκες εύκολα εργασία;
-Αρχικά όχι καθώς ήμουν άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους. Ήταν πολύ δύσκολη η εύρεση εργασίας.
-Αντιμετώπισες δυσκολίες; Ρατσισμό; Πώς ένιωσες;
-Οι δυσκολίες ήταν κυρίως οικονομικές. Όχι δεν αντιμετώπισα προβλήματα ρατσισμού.
-Θέλεις να ξαναγυρίσεις στην χώρα σου; Αν όχι, γιατί;
-Όχι δεν θα ήθελα να επιστρέψω στην χώρα μου. Πιστεύω πως η κατάσταση που επικρατεί εδώ είναι πολύ πιο ευνοϊκή.
-Η δεύτερη  πατρίδα σε τι σε επηρέασε;
-Στην Αλβανία οι συνήθειες των ανθρώπων ήταν κυρίως η ασχολία με την κτηνοτροφία. Ασχολούνταν πολύ με την ανατροφή  κάποιων ζώων. Δεν χρησιμοποιούν τόσο την τεχνολογία. Οι άνθρωποι προτιμούσαν να ασχολούνται με το οτιδήποτε άλλο δημιουργικό παρά με το να βλέπουν τηλεόραση ή το οτιδήποτε άλλο που κάνουμε εδώ.
-Πώς έμαθες την ελληνική γλώσσα;
-Ήταν κάτι πολύ απλό καθώς και εκεί μιλούσαμε την ελληνική γλώσσα.
-Αμείβεσαι καλά στην δουλειά σου;
-Σε αντίθεση με την πατρίδα μου η αμοιβή κάποιας εργασίας είναι πολύ καλύτερη εδώ. Αν και ούτε εδώ τηρείται το ωράριο.
-Γνώρισες φίλους, παρέες;
-Γνώρισα πολλούς ανθρώπους αρκετά γρήγορα.
-Σου αρέσει η πόλη που ζεις; Γιατί;
-Αρκετά. Το Αγρίνιο πιστεύω πως είναι μια αρκετά όμορφη πόλη. Έχει πολλά καταστήματα, έχει μια βιβλιοθήκη, το πάρκο όπου μπορείς να περάσεις όμορφα κάποιο μέρος της ημέρας σου. Δεν έχει καυσαέρια όπως στις άλλες μεγαλύτερες πόλεις.
-Πώς είναι η πατρίδα σου; Το χωριό σου;
-Οι πόλεις στο κέντρο της Αλβανίας είναι πολύ όμορφες. Έχουν αρκετά καταστήματα και επιπλέον τα προϊόντα εκεί είναι αρκετά φτηνά, όπως και ηλεκτρικές συσκευές για παράδειγμα. Όσον αφορά το χωριό μου είναι αρκετά όμορφο. Είναι ψηλά σε ράχη οπότε έχει αρκετό κρύο. Έχει καταπράσινα τοπία τα οποία είναι ολοφάνερα από το μπαλκόνι του παλιού μας σπιτιού. Δεν μένουν αρκετοί νέοι καθώς οι περισσότεροι μετανάστευσαν.
-Πώς αντέδρασαν οι συγγενείς σου όταν έφυγες;
-Οι δικοί μου στεναχωρήθηκαν αρκετά αλλά δεν έφεραν αντίρρηση καθώς ήξεραν πως αυτό θα βοηθούσε στην οικονομική μου κατάσταση.
-Έχεις επικοινωνία μαζί τους; Πως επικοινωνείτε;
-Φυσικά και έχω κρατήσει επικοινωνία μαζί τους. Ο μόνος τρόπος που μπορούμε να επικοινωνούμε είναι μέσω τηλεφώνου.
-Πώς σε αγγίζει η οικονομική κρίση της Ελλάδας;
-Η κρίση που επικρατεί στην Ελλάδα πιστεύω πως είναι ένα αρκετά σοβαρό πρόβλημα. Είναι σκληρό να ζούμε τέτοιες καταστάσεις και πόσο μάλλον να τις ζουν και τα ίδια τα παιδιά μας που με τα φαινόμενα είναι αυτά που θα ζήσουν τις χειρότερες εποχές.
-Πώς επέλεξαν να μορφωθούν τα παιδιά σου;
-Τα παιδιά μου ξεκίνησαν από μικρά να παίρνουν πολύ σοβαρά την ιδέα της μάθησης τους. Πηγαίνουν κανονικά σχολειό, από δευτέρα δημοτικού και η μικρή κόρη μου ξεκίνησε να μαθαίνει ξένη γλωσσά (αγγλικά) ενώ η μεγάλη κόρη μου ξεκίνησε από την τρίτη δημοτικού. Πριν από ένα χρόνο κατάφεραν και οι δύο να πάρουν το πτυχίο LOWER.
-Νοσταλγείς την πατρίδα σου;
-Είναι φορές που πραγματικά μου λείπει και η πατρίδα μου αλλά και κάποιες στιγμές που έχω ζήσει μικρός με τα αδέρφισα μου, τους φίλους μου αλλά και ακόμη περισσότερο με τους γονείς μου.
-Έρχονται οι συγγενείς σου στην Ελλάδα;
-Πλέον οι δικοί μου δεν έχουν ελεύθερο χρόνο ώστε να μπορούν να ταξιδέψουν, αλλά ούτε και το κουράγιο. Όλοι έχουν δεθεί με τα ζώα τα οποία ανατρέφουν, τα παιδιά τους και με κάποιες καταστάσεις οι οποίες τους αναγκάζουν να είναι καθημερινά εκεί.


METANΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη, Δρ. Κοινωνικής Λαογραφίας

Η μπαλάντα του    μετανάστη
Σε ξένη χώρα μια βραδιά
εβρέθηκα  στα ξαφνικά
με μια φτερούγα στην καρδιά
και με πασπόρτ εργάτη…
[Στίχοι:Γιώργος Σκούρτης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος]


Στα Kείμενα Νεοελληνικής  Λογοτεχνίας Β Γυμνασίου ανθολογείται το κείμενο:
 « Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα». Είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα  : Το διπλό βιβλίο, του Δημήτρη Χατζή.
Ο αφηγητής και ήρωας του αποσπάσματος  είναι ο Κώστας.Ένα απλοϊκό χωριατόπαιδο που κατάγεται από ένα απομονωμένο χωριό του νομού Μαγνησίας.Έφυγε από το χωριό του και πήγε μετανάστης στη Γερμανία.
Ο Κώστας αφηγείται την καθημερινότητα και τις σκέψεις του σ’ ένα συγγραφέα  που θέλει να γράψει την ιστορία του:
Εργάζεται στο γερμανικό εργοστάσιο ΑΟΥΤΕΛ στη Στουτγκάρδη, που κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων…Όταν σχολάει περπατάει στις λεωφόρους της πόλης και επιστρέφει μόνος στο φτωχικό  δωμάτιο στο σπίτι της Φράου Μπάουμ…

Ζει στην ξενιτιά, περιχαρακωμένος σε μια μηχανικά επαναλαμβανόμενη δουλειά, σε ένα απρόσωπο βιομηχανικό κέντρο.Ζει μονότονα, χωρίς κάποιο ενδιαφέρον και χωρίς άμεση ανθρώπινη επικοινωνία…

Στο τέλος του αποσπάσματος η συναισθηματική του ανάγκη,το βαθύ αίσθημα της αποξένωσης τον οδηγεί να συντάξει ο ίδιος το πικρό και αυτοσαρκαστικό επίγραμμα της επιτύμβιας στήλης του:

«Και να φροντίσεις εσύ , κύριε συγγραφέα,
να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα
στο σπίτι της Φράου  Μπάουμ,
από την πίσω μεριά,της αυλής,πως
εδώ κατοίκησε κάποτε
Ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους
της πολιτείας των ξένων»

Ο Κώστας ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά των Ελλήνων μεταναστών και των βιομηχανικών εργατών. Τη μοναξιά του Κώστα τη βίωσαν πολλοί τότε..Τη βιώνουν όμως και τώρα…
Το μάθημα αυτό συγκίνησε πολύ τους μαθητές!
Μετά την ερμηνευτική προσέγγιση ακολούθησε συζήτηση.Αναφερθήκαμε στη μετανάστευση τότε και σήμερα…Κάποια παιδιά είχαν παππούδες και γιαγιάδες μετανάστες.Κάποια ανέφεραν περιπτώσεις συγγενών ή φίλων τους που αναγκάστηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης να μεταναστεύσουν τώρα.

Διάβασα στα παιδιά, ως παράλληλο κείμενο,  αποσπάσματα από το Μικρό ημερολόγιο Συνόρων, του Γκασμέντ Καπλάνι:

«Δουλειά, δουλειά, δουλειά»

        Μετανάστης σημαίνει πολλά πράγματα. Αλλά προπαντός δουλειά. Στην ξενιτιά δεν πας για να κάνεις το μάγκα, αλλά για να μαζέψεις φράγκα. Θα κάνεις τα πάντα για να το πετύχεις. Θα κάνεις δυο και τρεις δουλειές τη μέρα, ανασφάλιστος, θα ρίξεις το μεροκάματο των ντόπιων, θα γίνεις απεργοσπάστης, αν χρειαστεί θα πουλάς κακομοιριά, για να αγγίξεις την καρδιά των εργοδοτών, μέχρι να καταλάβεις ότι πολλοί λίγοι τη διαθέτουν, θα στήνεσαι από τα χαράματα στην πλατεία Ομόνοιας, σαν βρόμικο άγαλμα που ξέχασαν να το πλύνουν τα συνεργεία του Δήμου. Θα κατοικείς σε τρώγλες, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι άτομα μαζί, καταργώντας τη διαφορά ανάμεσα στην κατοικία και το γουρουνοστάσιο. Θα τρως ψωμί και αλάτι, θα τρως σκέτο ψωμί. Θα σε πιάνει ο ύπνος πάντα στο λεωφορείο από την εξάντληση και την αϋπνία. Θα μυρίζεις ιδρώτα σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου, γιατί δε θα έχεις χρόνο να πλυθείς αλλά και γιατί δε θα θέλεις να κάνεις το ντους για να μην πληρώνεις ρεύμα. Ο πιο διάσημος τσιγκούνης σε σύγκριση με σένα θα μοιάζει κουβαρντάς. Θα μετράς τα χρήματά σου όπως μετρά ο αναιμικός τις σταγόνες αίματος. Δε θα ξοδεύεις τίποτα, δε θα αγοράζεις τίποτα, θα ζεις με τα ελάχιστα των ελαχίστων, θα χορταίνεις μόνο μετρώντας τα χρήματα και ακούγοντας πως για σένα υπάρχει και άλλη δουλειά, και άλλη,και άλλη…
         [πηγή: Γκασμέντ Καπλάνι,
Μικρό ημερολόγιο συνόρων, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2006]

Στο σχολείο μας φοιτούν και αρκετά παιδιά Αλβανών μεταναστών.Τα ενθάρρυνα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και πώς βιώνουν οι γονείς και τα ίδια την ξενιτιά…
Αφού ολοκληρώσαμε το μάθημα παρότρυνα τους μαθητές να γράψουν μια ιστορία, ένα  διήγημα, ένα ποίημα για μετανάστη ή να ζωγραφίσουν κάτι σχετικό.
Ανταποκρίθηκαν σχεδόν όλα.
Ενδεικτικά είναι τα έργα που παραθέτω:

H ιστορία ενός ξενιτεμένου Έλληνα
Γράφει ο Χρήστος  Μπιτάκος, μαθητής Β Γυμνασίου

Πριν από 25 περίπου χρόνια ένας Έλληνας, ο Γιάννης, έφυγε από το χωριό Γουριώτισσα Αιτωλοακαρνανίας για το εξωτερικό. Ήθελε να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του.Τότε οι καιροί ήταν δύσκολοι και οι Έλληνες δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί.Πήρε την απόφαση να φύγει για οικονομικούς κυρίως λόγους.Μάζεψε τις οικονομίες του λοιπόν και έφυγε …
Το ταξίδι μεγάλο και δύσκολο.Έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα με πλοίο για Ιταλία.Το πλοίο έκανε πολλές ώρες να φτάσει.Ταλαιπωρήθηκε αλλά ήταν αποφασισμένος να φτάσει στη Γερμανία.Μόλις έφτασε Ιταλία πήρε αμέσως το τρένο για Αυστρία με τελικό προορισμό τη Γερμανία.
Μετά από 32 ώρες επιτέλους έφτασε στο Αννόβερο!Εκεί ήταν δύσκολα.Δεν ήξερε τη γλώσσα και δεν είχε πού να κοιμηθεί.Κάποιος έλληνας τον βοήθησε να βρει δουλειά και στέγη.
Η δουλειά όμως δύσκολη.Άλλοτε σε οικοδομές και άλλοτε σε εργοστάσια.Μπόρεσε και μάζεψε κάποιες οικονομίες και αγόρασε δικό του σπίτι.Πάλι συνέχισε ίδιες δουλειές, αλλά με οικονομία κατάφερε να ανοίξει δικό του μαγαζί και συγκεκριμένα εστιατόριο μικρό αλλά καλό.
Στη συνέχεια μπόρεσε και μάζεψε  κάποια χρήματα και άνοιξε και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο… μέχρι που έφτασε να έχει αλυσίδα εστιατορίων με το όνομα «Ακρόπολη» σε όλο το Αννόβερο.
Σήμερα έχει μια πολυμελή οικογένεια και μια μεγάλη περιουσία.Είναι ευχαριστημένος με όσα κατάφερε.
[Σημείωση:η ιστορία του Γιάννη είναι αληθινή.Ο Χρήστος έγραψε για τον ξενιτεμένο θείο του]

Η ιστορία της γιαγιάς μου           
   Γράφει ο   Σαλαγιάννης Δημήτρης , μαθητής του Γ2
Η γιαγιά μου έφυγε από τη ζωή το 2008.Λεγόταν Σωτηρία Μασαλή - Ρηγάλου. Καταγόταν από την Μπαμπίνη Ξηρομέρου. Όταν έγινε είκοσι ενός χρόνων αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Της έκανε πρόσκληση ο αδερφός της ο Θανάσης, γιατί μόνο έτσι  μπορούσε να πάει ως μετανάστρια στη Γερμανία. Έφυγε οικειοθελώς, γιατί τα οικονομικά της οικογένειας ήταν πολύ άσχημα. Όπως μου είπε η γιαγιά μου και η μητέρα μου, ο φόβος και η αγωνία ήταν τα δύο συναισθήματα που κυριαρχούσαν όταν θα ξεκινούσε για το ταξίδι .Αν και οι συγγενείς της διαφωνούσαν με αυτή την απόφαση η ίδια ήταν πεπεισμένη να ταξιδέψει. Έφυγε μόνη της    και στη Γερμανία την περίμεναν τα δύο αδέλφια της ο Σπύρος και ο Θανάσης. Αυτοί δούλευαν σε εργοστάσιο επεξεργασίας δέρματος και εκεί θα εργαζόταν και η ίδια.
Μάλιστα θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε εξιστορήσει και χαμογελούσε αναπολώντας. Ο παππούς μου ο Θανάσης της είχε πει ότι θα την περίμενε στο σταθμό των τρένων όταν θα έφτανε. Όμως κατά την άφιξή της εξεπλάγη γιατί δεν ήταν κανένα γνωστό της πρόσωπο εκεί .Ήταν μόνη σε μια ξένη χώρα, χωρίς να μπορεί να μιλήσει με κανέναν. Ξαφνικά την πλησίασε ένας κύριος, της μίλησε στα ελληνικά και την ρώτησε πως τη λένε. Εκείνη απάντησε διστακτικά και φοβισμένα. Ο κύριος της εξήγησε πως ήταν απεσταλμένος του αδελφού της για να την πάει σε αυτόν, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να βρεθεί εκεί , εκείνη τη στιγμή. Τελικά, αφού δεν είχε άλλη επιλογή φοβισμένη και γεμάτη αγωνία αποφάσισε να τον ακολουθήσει .Πράγματι ην οδήγησε στον αδερφό της.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε εκεί ήταν η γερμανική γλώσσα και η δυσκολία επικοινωνίας με τους ανθρώπους γύρω της. Εργάστηκε αμέσως στο ίδιο εργοστάσιο με τα αδέρφια της και σιγά σιγά άρχισε να μιλά τα γερμανικά. Η αλήθεια είναι ότι αντιμετώπισε ρατσισμό όχι μόνο από τους ντόπιους αλλά και από ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων που της  φέρονταν υποτιμητικά.
Στο εργοστάσιο που εργαζόταν  είχε πολύ καλή αμοιβή.  Δεν ξέρω ακριβώς πόσα χρήματα έπαιρνε αλλά αυτό που μου είχε τονίσει ήταν ότι πληρωνόταν σε μάρκα τα οποία είχαν μεγάλη αξία στην Ελλάδα. Είχε αναπτύξει καλές  σχέσεις με τους ομογενείς, έβγαιναν όλοι μαζί και γλεντούσαν ή μαζεύονταν σε σπίτια. Μέχρι τότε ζούσε με τα αδέρφια της.
Έπειτα από δύο χρόνια ήρθε στην Ελλάδα διακοπές. Μετά από προξενιό, όπως συνηθιζόταν τότε, και με ενός μήνα αρραβώνα παντρεύτηκε τον παππού μου, ο οποίος εργαζόταν και αυτός στη Γερμανία. Όταν επέστρεψαν στη Γερμανία ζούσαν σε ένα δωμάτιο που τους είχε παραχωρήσει ο εργοδότης τους, χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο. Η γιαγιά   μου όταν γέννησε τον θείο μου , αναγκάστηκε να τον αφήσει στα πεθερικά της , στην Ελλάδα για δύο χρόνια. Οι γονείς νοσταλγούσαν το γιο τους και την πατρίδα τους  και περνούσαν δύσκολα .Η επικοινωνία με την Ελλάδα γινόταν με γράμματα και card postal αφού στο χωριό τότε δεν υπήρχε τηλέφωνο.
Το ταξίδι από την Ελλάδα στη Γερμανία διαρκούσε  περίπου τρεις ημέρες. Έφταναν με λεωφορείο στην Πάτρα, έπαιρναν από εκεί το πλοίο για την Ιταλία και τέλος το τρένο για τη Γερμανία. Έμεναν στην Στουτγάρδη, όπου και γεννήθηκε η μητέρα μου. Ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να μεγαλώσουν τα παιδιά  τους , αφού και οι δύο εργάζονταν στο εργοστάσιο. Κάποια στιγμή βέβαια κανόνισαν τις βάρδιες τους με τέτοιο τρόπο ώστε ο ένας γονιός να μένει με τα παιδιά.
Η ζωή στη Γερμανία δεν είχε καμιά σχέση με αυτή του χωριού, Ήταν προσεγμένη η ενδυμασία τους και καθώς έλεγε ο παππούς μου που πέθανε το 2009, κάθε πρωί έκανε μπάνιο, ξυριζόταν και φρόντιζε η συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους να είναι πάντα σωστή. Αξίζει να αναφέρω ότι ο παππούς μου είχε μεγάλη αδυναμία στο καζίνο. Κατάφερε όμως μαζί με τη γιαγιά μου από το μηδέν να φτιάξουν μια μικρή περιουσία.
Οι συνθήκες ζωής στη Γερμανία ήταν καλές αλλά αποφάσισαν να γυρίσουν το 1976 ύστερα από δώδεκα χρόνια  για λόγους υγείας και αφού κατάφεραν εδώ στην Ελλάδα να φτιάξουν το δικό τους σπίτι .
Τέλος, αυτό που θυμάται έντονα η μητέρα μου από τον παππού μου είναι ότι συχνά της έλεγε :
«Μια ζωή δική σου, μια μέρα δική μου στη Γερμανία», εννοώντας ότι είχε χορτάσει από εμπειρίες ζωής.

[Σημείωση: η ιστορία είναι πραγματική.]


Η ιστορία ενός νεοέλληνα μετανάστη …
Γράφει ο Αποστόλου Κωνσταντίνος, μαθητής Β Γυμνασίου

Ο Μάκης είναι ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους της χώρας μας ο οποίος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω την ανεργίας. Πίσω στα 15 του το μέλλον φαινόταν πολύ λαμπρό: Κορυφαίος μαθητής του Γυμνασίου ο οποίος αποφάσισε να ακολουθήσει την θετική κατεύθυνση στο Λύκειο. Όλοι είχαν μεγάλες προσδοκίες γι’αυτόν και περισσότερο ο ίδιος για τον εαυτό του. Όπως ομολογεί ο ίδιος σήμερα έδωσε μεγάλο αγώνα για να τα καταφέρει. Διάβαζε πολλές φορές μέχρι τα μεσάνυχτα, μερικές και πιο αργά, αλλά ακόμη πιστεύει ότι άξιζε τον κόπο.
Τον τελευταίο χρόνο του Λυκείου δεν βγήκε ούτε μια φορά για διασκέδαση έξω από το σπίτι του. Κατάφερε όμως τον τελικό του σκοπό: Στις τελικές εξετάσεις συγκέντρωσε 19.500 μόρια! Τότε ήρθε η ώρα οπου έπρεπε να σκεφτεί τι ήθελε να σπουδάσει και κατ’ επέκταση τι επάγγελμα ήθελε να ακολουθήσει στο μέλλον. Αποφάσισε λοιπόν να γίνει Πυρηνικός Φυσικός, ένα επάγγελμα το οποίο το μακρινό 2007 ήταν πολύ καλοπληρωμένο και σίγουρο ότι θα έβρισκε δουλειά.
Τα πρώτα χρόνια των σπουδών του δεν διέφεραν πολύ από τα μαθητικά χρόνια. Είχε πάρει υποτροφία από ένα γνωστό πανεπιστήμιο στην Αθήνα και είχε την ψυχολογική και οικονομική στήριξη των γονιών του. Μόνο το 2010 ένιωσε την οικονομική κρίση που είχε πλήξει την χώρα. Σε αυτήν οι γονείς του έμειναν άνεργοι, και τότε τα πράγματα δυσκόλεψαν... Ο Μάκης όμως πίστευε ότι μέχρι το καλοκαίρι του 2013 όταν θα αποφοιτούσε τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, ετσι ώστε να μπορέσει να βρεί μια καλοπληρωμένη δουλειά βασισμένη σε αυτό που είχε σπουδάσει.
Άνοιξη 2014. Η πολυετής κρίση έχει ως αποτέλεσμα η ανεργία των νέων να έχει φτάσει στα ύψη. Ο εικοσιπεντάχρονος πλέον Μάκης, αριστούχος πυρηνικός φυσικός, βλέπει ότι το «μέλλον» δεν είναι καθόλου όπως το φανταζόταν. Γι’αυτό, μετά από πολλούς μήνες σκέψεων, αποφασίζει να μετακομίσει στο εξωτερικό. Ήταν πολύ δύσκολο και γι’αυτόν αλλά και για τους γονείς του. “Πρέπει να γίνει” είπε χαρακτηριστικά στη μητέρα του… “Και θα σας επισκέπτομαι συχνά… Μην στεναχωριέσαι.”
Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού… ο Μάκης το απόγευμα θα έφευγε για τη μικρή πόλη κοντά στο Σακραμέντο της Αμερικής. Εκεί ζητούσαν βοηθούς εργαστηρίου… Η θέση δεν ήταν πολύ καλή, αλλά του παραχωρούσαν ένα μέρος να μείνει και επίσης πληρωνόταν καλύτερα από τα περισσότερες δουλείες στην Ελλάδα. Ο πατέρας του τον οδήγησε στο αεροδρόμιο… Η μητέρα του δεν ήθελε να έρθει, πίστευε ότι η καρδιά της δεν θα άντεχε τον αποχωρισμό. Εκεί στο αεροδρόμιο ο πατέρας του τον φίλησε, τον χαιρέτησε και μετά πήγε στο αυτοκίνητο. Εκεί έκλαψε για μερικά λεπτά. Μετά γύρισε στο σπίτι.
Ο Μάκης, δεκαπέντε ώρες μετά φτάνει στον προορισμό του, στο αεροδρόμιο του Λος Άντζελες και από’κει πέρα παίρνει το λεωφορείο. Όταν φτάνει στην μικρή πόλη κοντά στο Σακραμέντο, πηγαίνει κατευθείαν να συναντήσει τον εργοδότη του. Αυτός τον ξεναγεί στο εργαστήριο και στο σπίτι οπου του παραχωρούσαν να μείνει. Ξαφνιάστηκε. “Γιατί να δώσουν ένα τόσο μεγάλο διαμέρισμα σε έναν με μια τόσο «ασήμαντη» θέση σαν την δικιά μου;” αναρωτήθηκε. Ένα ακόμη πράγμα που του φάνηκε περίεργο είναι η κίνηση που είχε στην περιοχή. “Ούτε σαν Αθήνα” όπως λέει και ο ίδιος.
Την επόμενη μέρα πηγαίνει να δουλέψει στο εργαστήριο, για πρώτη φορά. Δούλευε έξι μέρες την εβδομάδα, σχετικά λίγες ώρες. Όλοι οι συνεργάτες του ήταν αρκετά φιλικοί, αλλα αυτός πάντα ένιωθε «περιττός». “Δεν ανήκω εδώ!”, έλεγε στην μητέρα του μέσω τηλεφώνου. “Κουράγιο…” του απάνταγε, ξέροντας ότι ο γιός της έκανε το σωστό.
Δύο μήνες μετά η δουλειά του Μάκη αρχίζει ν’αναγνωρίζεται από τους ανωτέρους του. Επίσης, έχει καλές σχέσεις με τον εργοδότη του. Αυτά του δίνουν κουράγιο να συνεχίσει, αλλα νιώθει συνέχεια στεναχωρημένος… Αποφάσισε να δεί ψυχολόγο. “Δεν ξέρω γιατρέ, αλλά δεν είμαι ευτυχισμένος εδώ… δεν ξέρω το γιατί. Έχω ότι πάντοτε ήθελα: Μια καλοπληρωμένη δουλειά, που σχετίζεται σε αυτό που έχω σπουδάσει.” “Μήπως πρέπει να διασκεδάσεις λιγάκι; Να γνωρίσεις νέους ανθρώπους;” τον ρωτάει ο γιατρός. Ο Μάκης τελικά αποφασίζει την επόμενη μέρα να επισκεφτεί το τοπικό μπαρ.
Η αλήθεια είναι ότι ένιωθε πολύ περίεργα μόνος του στο γεμάτο με άτομα μπαρ. Μετά από λίγα λεπτά φεύγει και κατευθύνεται στο σπίτι του. Όταν φτάνει στην εξώπορτα, βλέπει δύο άτομα να μεταφέρουν έπιπλα μέσα στην πολυκατοικία την οποία έμενε. Αφού του είπαν ότι μετακόμιζαν ακριβώς στο δίπλα από το δικό του διαμέρισμα, τους πρόσφερε βοήθεια, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Στο τέλος, όταν ανέβαινε τις σκάλες, τους άκουσε να ψιθυρίζει κάτι ο ένας στον άλλο. Η γλώσσα ακουγόταν γνωστή, αλλα δεν ήταν αγγλικά: Ήταν ελληνικά! Τότε τους ρώτησε: “Είστε έλληνες…;” Και αυτοί με έκπληξη απάντησαν Ναι. Τελικά κατέληξαν οι τρείς τους να μιλάνε όλο το βράδυ για διάφορα πράγματα… Ούτε αυτοί θυμούνται ακριβώς. Στο τέλος της βραδιάς κάποιος τους πρότεινε τις Κυριακές, οπου κανένας από τους τρείς δεν είχε δουλειά, να κάνουν εκδρομές και σε αυτές να εξερευνούν ένα μέρος της ευρύτερης περιοχής κάθε φορά. Όλοι τους αμέσως συμφώνησαν… τότε κατάλαβαν ότι θα γίνουν αχώριστοι φίλοι.
Από εκείνη τη μέρα και μετά, ο Μάκης συνέχεια χαμογελούσε. Κάθε Δευτέρα με Σάββατο έδινε τον καλύτερο εαυτό του στην δουλειά. Τις Κυριακές το πρωί και οι τρείς φίλοι :Μάκης, Δημήτρης και Χρήστος μαζεύονταν σε κάποιου το διαμέρισμα, και από εκεί έφευγαν κάθε φορά για ένα διαφορετικό προορισμό. Επισκέφτονταν κάθε φορά διαφορετικά μουσεία, γεύονταν διαφορετικές κουζίνες, έβλεπαν διαφορετικά μνημεία. Ένιωθαν ξανά σαν παιδιά…
Μισό χρόνο μετά τον αποχωρισμό απ’την πατρίδα ο Μάκης νιώθει πλέον ολοκληρωμένος. Η δουλειά του έχει αναγνωριστεί σε τέτοιο βαθμό έτσι ώστε έχει πάρει αύξηση. Η Κυριακάτικη συνάντηση τους δεν έχει σταματήσει. Επίσης την προηγούμενη εβδομάδα οι γονείς του του έκαναν μια επίσκεψη. “Πάντα πίστευα ότι διαβάζοντας και έτσι βρίσκοντας μια καλή δουλειά θα γινόμουν ευτυχισμένος, αλλα είχα άδικο. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μια παρέα θα μου έφερνε πραγματική ευτυχία”, λέει στους γονείς του. Και αυτοί είχαν κάτι ακόμη ευχάριστο να του ανακοινώσουν: Ο αγαπημένος ξάδερφός του, ο Κώστας, βρήκε και αυτός μια δουλειά στην ίδια πόλη που διέμενε και ο ίδιος. Τρελάθηκε από την χαρά του. Τελικά η μετανάστευση σε μια νέα πατρίδα, την Αμερική, έκανε τον Μάκη χαρούμενο  τόσο, όσο δεν είχε ποτέ φανταστεί.
[Σημείωση: η ιστορία του Μάκη είναι φανταστική.Ο Κωνσταντίνος εμπνεύστηκε από τη σημερινή μετανάστευση των νέων …]

Η  ιστορία του Στέλιου
Γράφει ο Γιώργος Χριστοδουλόπουλος, μαθητής Β Γυμνασίου


Ο Στέλιος είναι ένας άνεργος νέος πτυχιούχος στη Διοίκηση Επιχειρήσεων που σπούδασε  στην Αγγλία. Είναι παντρεμένος με τη Νατάσα που εργάζεται ως υπάλληλος σε ένα  μαγαζί ταχυφαγείας  στα Γιάννενα, όπου ζει το νέο ζευγάρι.
Το 2009 ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Πολλοί άνθρωποι απολύθηκαν από τις δουλειές τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Στέλιος, που απολύθηκε από την εταιρία που δούλευε ως  διευθυντής οικονομικών. Τα χρέη άρχισαν να αυξάνονται. Ο Στέλιος δεν είχε να τα πληρώσει και τα πράγματα άρχισαν να βγαίνουν δύσκολα πέρα και οι υποχρεώσεις πολλές.Ο Στέλιος ήταν σε σημείο να τρελαθεί  από όλα που του συνέβησαν.
Ένα βράδυ χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ήταν ο κολλητός του Στέλιου, ο Μάκης. Πέρασε μέσα και καθίσανε στον καναπέ. Τον ρώτησαν γιατί τους επισκέφτηκε μέσα στη νύχτα. Ο Μάκης τους είπε ότι έχει φέρει πάρα πολύ καλά  νέα να τους ανακοινώσει και δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι το πρωί. Ο  λόγος ήταν ότι βρήκε δουλειά στο Στέλιο! Όταν άκουσαν το λόγο του Μάκη έμειναν άφωνοι και κατευθείαν ρώτησαν τι δουλειά του βρήκε. Μήπως σε καμιά καφετέρια σερβιτόρος ή εργάτης σε οικοδομή;
Ο Μάκης γέλασε και τους είπε ότι δεν είναι τίποτα από τα δύο, αλλά ότι  είναι επάνω σε αυτό που σπούδασε και  ότι η δουλειά θα του εξασφαλίσει πολύ καλά χρήματα για την εποχή αυτή. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: αν δεχτεί τη δουλειά πρέπει να φύγει από τη χώρα του και να πάει στην Πορτογαλία, στην πόλη Πόρτο. Εκεί έχει την εταιρεία ο ομοεθνής τους. Ο Στέλιος μπήκε σε σκέψεις, ευχαρίστησε όμως το Μάκη που έφυγε…
Ο Στέλιος όλο το βράδυ σκεφτόταν και το πρωί το συζήτησε με τη γυναίκα του, που του είπε να μην το σκέφτεται καθόλου. Ο Στέλιος ήθελε να σκεφτεί λίγο ακόμα γιατί είναι μια απόφαση που θα του αλλάξει όλη τη ζωή του. Το συζήτησε με τους γονείς και τον αδελφό του και δεν έφεραν αντίρρηση πάνω στο  θέμα. Μετά έψαξε στο  ίντερνετ να  δει πώς είναι αυτή η περιοχή που θα πήγαινε να ζήσει, το Πόρτο. Από αυτά που είδε, ωραία περιοχή σκέφτηκε…
Το επόμενο πρωί ο Στέλιος βγήκε για κάτι δουλειές στην πόλη και όπως περπατούσε είδε μια κυρία με ένα μωρό στην αγκαλιά να ζητιανεύει για ένα κομμάτι ψωμί να δώσει στο παιδάκι της. Μετά από αυτό το περιστατικό φοβήθηκε ότι μπορεί και αυτός να φτάσει στην ίδια θέση και να ζητιανεύει…Έτσι πήρε την απόφαση να δεχτεί τη θέση και να πάει στο Πόρτο. Την επόμενη μέρα κιόλας έβγαλε τα εισιτήρια και μέσα σε δυο μέρες ταξίδευαν για την Πορτογαλία.
Δεν άργησαν να συνηθίσουν στο νέο περιβάλλον. Αναπτύξανε φιλίες με τους κατοίκους της περιοχής. Ο Στέλιος πήρε  τη θέση στην Εταιρεία και άρχισε να  βγάζει τα πρώτα του χρήματα. Η Νατάσα απέκτησε το  πρώτο παιδάκι τους στην Πορτογαλία. Το βάφτισε το αφεντικό του Στέλιου. Έτσι ωραία και ομαλά πέρναγαν τα χρόνια στην Πορτογαλία…
Είχαν όμως ένα όνειρο: να γυρίσουν στην Ελλάδα και να αγοράσουν ένα σπίτι σε ένα νησί και να περάσουν εκεί τα υπόλοιπα χρόνια τους. Ο Στέλιος ήθελε και κάτι άλλο: να κάνει μια δωρεά σε ανθρώπους που δεν έχουν χρήματα να συντηρήσουν αξιοπρεπώς τις οικογένειές τους!
[Σημείωση:η ιστορία είναι φανταστική.Ο Γιώργος εμπνεύστηκε από τη σημερινή μετανάστευση των νέων …]


Το γράμμα ενός Αλβανού μετανάστη
Γράφει η Φωτεινή Γκογκάι, μαθήτρια Β Γυμνασίου
Αγαπημένε μου εγγονέ,
Θα διαβάσεις αυτό το γράμμα όταν εγώ θα έχω φύγει από τη ζωή και θα ταξιδεύω σε κόσμους μακρινούς, αλλά θα σε βλέπω όπου και να είμαι.
Ξέρεις Χρηστάκη, σου έγραψα αυτό το γράμμα για να σου διηγηθώ πως πέρασα τη μισή ζωή μου ως μετανάστης στην Ελλάδα.Όλα ξεκίνησαν το 1960, όταν έφυγα από την Αλβανία για μια καλύτερη τύχη και επειδή αν δεν έφευγα η μητέρα σου μπορεί να μη ζούσε.Τους λόγους θα σου τους πει η ίδια όταν τη ρωτήσεις.
Αρχικά, όταν ήρθα, ήμουν λίγο φοβισμένος, γιατί δεν ήξερα αν θα βρω δουλειά εύκολα και αν θα μπορούσα να βρω σπίτι ώστε να μείνω, επειδή ο καιρός τότε δεν ήταν όπως τώρα, που μπορείς να μείνεις όπου θες.
Στην αρχή με πήρε ένας γέροντας ως τσοπάνη, για να φροντίζω τα ζώα του.Εκείνος με βοήθησε να μάθω τη γλώσσα και ήταν ένας από τους πιο τίμιους ανθρώπους.Με πλήρωνε καλά και όταν έκανα κάτι λάθος εκείνος μου το έλεγε και με βοηθούσε ώστε να μάθω το σωστό.Ξέρεις εγώ τότε ήμουν νέος και δεν ήξερα και τόσο καλά να φροντίζω τα ζώα.
Όταν αργότερα μεγάλωσα, έκανα οικογένεια, παντρεύτηκα τη γιαγιά σου την Εμμανουέλα και αποκτήσαμε μια κόρη και ένα γιο.Τη μητέρα σου τη Βάνα και το θείο σου τον Ερμή.
Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά ο μπάρμπα Γάκιας ήθελε να τα βαφτίσει και έτσι έγινε. Δυστυχώς όμως ύστερα από 10 χρόνια η γιαγιά σου έφυγε και έγινε ένας άγγελος στον ουρανό. Εγώ τότε έπεσα σε κατάθλιψη…
Ο γέροντας τότε μου είπε μια παροιμία:
«ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή κλαίγοντας και φεύγει γελώντας».
Μου είπε πως πρέπει να παλέψω να μεγαλώσω τα παιδιά μου.Να βάλλω πείσμα και να κερδίσω πολλά πράγματα ώστε να φτάσω στην κορυφή!
Τώρα πια Χρηστάκη, κατάλαβα τα λόγια του γέροντα και ξέρω πως το να  φεύγεις από τη χώρα σου σε μια άλλη ως μετανάστης, θα πει πως πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τα πάντα.Το ρατσισμό, την απομόνωση, χωρίς να στενοχωριέσαι…Αλλά να το βάζεις πείσμα για να καταφέρεις να φτάσεις ψηλά.
Τώρα πλέον έφτασα στην κορυφή, όπως έλεγε ο γέροντας. Αγόρασα σπίτι ώστε να ζουν τα παιδιά μου στο δικό τους σπίτι. Δούλεψα σκληρά να αποκτήσω χρήματα και να εξασφαλίσω μια κανονική ζωή με όλες τις ανέσεις στα παιδιά μου.Χωρίς να τους λείπει τίποτα, ώστε να μη ζηλεύουν τους άλλους.Τα έστειλα στο σχολείο να μορφωθούν και να κερδίζουν το ψωμί τους λίγο πιο εύκολα από εμένα.
Πλέον Χρηστάκη ,αφού έχεις μεγαλώσει και είσαι αρκετά μεγάλος, μπορείς να διαβάσεις και να ακολουθήσεις πιστά όσα σου γράφω στο γράμμα μου. Να γίνεις ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη για την οικογένειά σου και εργατικός,ώστε να μη σε κοροϊδεύει κανένας και για  τίποτα.
Και όταν κάποτε κάποιος σου πει πως είσαι Αλβανός και δεν έχεις καμμία αξία θα του πεις: πως δεν έχει σημασία από που είσαι, αλλά τι πιστεύεις για τη ζωή και πως  πρέπει να τη ζεις με τον τρόπο που εσύ τη διαλέγεις.
Να ξέρεις πως σε αγαπώ και πως η ζωή είναι ένας κύκλος με πολλά εμπόδια που πάντα υπάρχει τρόπος να φεύγεις μακριά τους…
Με αγάπη
Ο παππούς σου Γκούτση
[Σημείωση: η μαθήτρια επηρεάστηκε από την ιστορία του μετανάστη παππού της ]


ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Είναι άνθρωποι πονεμένοι που έχουν βγει στην ξενιτιά,
Άνθρωποι διωγμένοι, συνήθως με παιδιά…
Κουβαλούν πάντα ένα στόχο, μια ελπίδα
Κι έτσι φεύγουν για τη νέα πατρίδα.
Έχουν ένα καημό, πίσω να γυρίσουν…
Φτώχεια και ανέχεια να μην ξαναντικρύσουν!
Οι δυσκολίες είναι αρκετές,
Τα προβλήματα πολλά…
Μα έχουν δυνατές ψυχές
Και σκληρή καρδιά…
Μαρία Σαρδέλη, μαθήτρια Γ Γυμνασίου




Από τον Ψηλόβραχο Αιτωλοακαρνανίας στην κοσμοπολίτικη
Νέα Υόρκη!
 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ με έναν Έλληνα μετανάστη  στην Αμερική
1.ΠΩΣ ΛΕΓΕΣΑΙ ; Ονομάζομαι Παπανικολάου Γεώργιος. 
2.ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; Κατάγομαι από την Αιτωλοακαρνανία , συγκεκριμένα από ένα χωριό κοντά στα σύνορα Ευρυτανίας, τον Ψηλόβραχο. Έναν αγροτικό  τόπο όπου κατοικούσαν και κατοικούν κυρίως αγρότες και  κτηνοτρόφοι.
3.ΠΟΤΕ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ; Αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την Ελλάδα στα δεκατέσσερά μου χρόνια, όταν ακόμα ήμουν παιδί, από δική μου απόφαση και θέληση.
4.ΓΙΑΤΙ ΕΦΥΓΕΣ; ΟΙΚΙΟΘΕΛΩΣ Ή ΑΠΟ ΠΙΕΣΗ; Ο άρχων λόγος μετανάστευσης μου στο εξωτερικό ήταν για οικονομικούς λόγους.  Γνωρίζοντας όλοι μας πως τότε , κατά την δεκαετία του 1970 η κατάσταση δεν ήταν για όλον τον λαό πρέπουσα. Ένα ποσοστό του λαού τότε μετανάστευσε σε ξένες χώρες όπως η Αυστραλία, η Αμερική και η Γερμανία. Κατέληξα λοιπόν κι εγώ να ενταχθώ σε αυτήν την ομάδα ανθρώπων οι οποίοι αναχωρούσαν για Αμερική.
5.ΠΩΣ ΕΝΙΩΣΕΣ ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΕΣ; Στην αρχή η απώλεια της απλής ελληνικής τυπικής καθημερινότητας ήταν αισθητή.          Η ψυχική μου κατάσταση δεν ήταν στα καλύτερα της. Νοσταλγούσα την οικογένεια μου και τον τόπο μου. Όμως σιγά σιγά αποδέχθηκα αυτού του είδους την αλλαγή και προσαρμόστηκα κάπως. 
6. ΠΩΣ ΑΝΤΕΔΡΑΣΑΝ ΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΕΦΥΓΕΣ;
Οι συγγενείς μου δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη αντίδραση. Από- δέχτηκαν την απόφαση μου και συμβιβάστηκαν με την απώλειά μου από το χωριό.
7.ΕΦΥΓΕΣ ΜΟΝΟΣ Ή ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΟΥ;
Αρχικά έφυγα μόνος. Η οικογένεια μου ήρθε στη συνέχεια αφού της περιέγραφα την πρόοδο και την επιτυχία μου στην Αμερική σε αντίθεση με την Ελλάδα.
8.ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΛΕΞΕΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΧΩΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙΣ ;
Ένας από τους λόγους που με ώθησαν να μεταναστεύσω στην Αμερική είναι η φήμη της και η εύκολη εύρεση εργασίας. Πολλοί Έλληνες τότε , και όχι μόνο, ακολούθησαν τα όνειρα τους στη Αμερική και κατέληξαν να εγκατασταθούν εκεί ενώ κάποιοι άλλοι συνέχισαν τα όνειρά τους στην πατρίδα τους. Το δικό μου όνειρο είναι να επιστρέψω στον τόπο μου και στην οικογένεια μου. Επιπλέον ένας πολύ κοντινός μου συγγενής είχε εγκατασταθεί στην Αμερική αλλά σε διαφορετική πολιτεία από εμένα. Έτσι δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ μας εξαιτίας της πολύωρης εργασίας και του μη ελευθέρου χρόνου.
9.ΜΕ ΤΙ ΜΕΣΟ ΤΑΞΙΔΕΨΕΣ; ΠΟΣΗ ΩΡΑ;
Ταξίδεψα δώδεκα ώρες με αεροπλάνο αλλά όχι με κατευθείαν πτήση. Κάθε φορά ταξιδεύω διάμεσο άλλης χώρας από την οποία παίρνω άλλο αεροπλάνο.

10.ΠΟΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ;
Αντιμετώπισα προβλήματα τα οποία ήταν φυσιολογικό να μου παρουσιαστούν. Κάποια από αυτά είναι η γλώσσα , η αλλαγή κλίματος και η αυστηρότητα του συστήματος σε σχέση με την Ελλάδα. Όμως με τον καιρό τα ξεπέρασα και αφοσιώθηκα στον στόχο μου.

11.ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΣΟΥ ΣΗΜΕΡΑ;
Σήμερα μετά από σαράντα χρόνια εμπειρίας στην Αμερική, μένω ακόμα εκεί,αν και τα καλοκαίρια επιστρέφω στη Ελλάδα όπου μένει η οικογένειά μου. Θεωρώ πως κάνω το σωστό διότι και αυτή η εποχή, όπως κι εκείνη όπου πρωτοπήγα στην Αμερική , είναι κρίσιμη. Αν ζούσα στην χώρα μου τώρα η οικονομική μου κατάσταση δεν θα ήταν και τόσο καλή.
12.ΒΡΗΚΕΣ ΕΥΚΟΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑ; ΤΙ ΕΡΓΑΣΙΑ;
Μόλις έφτασα στη Αμερική εργάστηκα ως μάγειρας σε ελληνικά εστιατόρια τα οποία ήταν συνηθισμένα. Επειδή ήμουν σωστός και καλός στη δουλεία μου , με ζητούσαν σε πολλά παρόμοια εστιατόρια. Έτσι κατέληξα να έχω δουλέψει σε πάνω από είκοσι εστιατόρια αυτού του είδους. Τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψα την κουζίνα και  εργάζομαι ως οδηγός ταξί. Το συγκεκριμένο επάγγελμα είναι ποιο ξεκούραστο και επιθυμητό για μένα.
13.ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟ;
Δεν αντιμετώπισα κάποιο είδος ρατσισμού. Ίσως γιατί δεν ήταν συνηθισμένο τότε. Αλλά γενικά οι ντόπιοι ήταν φιλικοί με τους Έλληνες.
14. ΕΙΧΕΣ ΚΑΛΗ ΑΜΟΙΒΗ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;
Ναι , η αμοιβή μου ήταν και είναι ποιο ικανοποιητική από αυτή της Ελλάδας. Όμως αυτό δεν πάει να πει ότι έχω οικονομική άνεση. Όπως και η αμοιβή είναι υψηλή έτσι και τα έξοδα είναι υψηλά σε σχέση με τη Ελλάδα. Έτσι λοιπόν αυτό που θεωρούν κάποιοι  ότι η ζωή για τους έλληνες στην Αμερική είναι καλοπέραση, είναι λάθος.
15.ΠΩΣ ΕΜΑΘΕΣ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ;
Η γλώσσα ως εμπόδιο ήταν εύκολο κομμάτι. Έμαθα να μιλώ από τον περίγυρο μου και άρχισα να κοινωνικοποιούμαι γρήγορα.
16.ΓΝΩΡΙΣΕΣ ΦΙΛΟΥΣ ΕΚΕΙ; ΚΑΝΕΤΕ ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΝΤΟΠΙΟΥΣ;
Είμαι εξωστρεφής άνθρωπος και έκανα γρήγορα  φιλίες και γνωριμίες. Γνώρισα ανθρώπους από τον τόπο μου κι έχω πολλές παρέες.
17.ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΖΕΙΣ;
Η αλήθεια είναι ότι δε μου αρέσει η πόλη που ζω ούτε και ο τρόπος Ζωής της. Όλα γίνονται γρήγορα και οι ώρες που εργάζομαι είναι πολλές. Θεωρώ την Νέα Υόρκη πόλη αφιερωμένη στην εργασία και την πολυπολιτισμικότητα.
18.ΝΟΣΤΑΛΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΕΙΣ ΠΙΣΩ;
Νοσταλγώ την πατρίδα μου και τους ανθρώπους μου όσο τίποτα άλλο. Το όνειρό μου είναι να σπουδάσουν οι κόρες μου και να γυρίσω στην πατρίδα. Ονειρεύομαι μια νέα αρχή στην Ελλάδα…
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΛΥ , ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΕΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΤΕ ΣΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΣΑΣ!
Να ‘στε καλά , κι εγώ σας ευχαριστώ!
Καλή επιτυχία στην έρευνά σας!

Υπεύθυνοι  ιστοσελίδας: Παύλος Πρέζας, μαθητής Β Γυμνασίου
                                                Μαρία Σαρδέλη, μαθήτρια Γ Γυμνασίου