Κυριακή 5 Απριλίου 2015

METANΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη, Δρ. Κοινωνικής Λαογραφίας

Η μπαλάντα του    μετανάστη
Σε ξένη χώρα μια βραδιά
εβρέθηκα  στα ξαφνικά
με μια φτερούγα στην καρδιά
και με πασπόρτ εργάτη…
[Στίχοι:Γιώργος Σκούρτης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος]


Στα Kείμενα Νεοελληνικής  Λογοτεχνίας Β Γυμνασίου ανθολογείται το κείμενο:
 « Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα». Είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα  : Το διπλό βιβλίο, του Δημήτρη Χατζή.
Ο αφηγητής και ήρωας του αποσπάσματος  είναι ο Κώστας.Ένα απλοϊκό χωριατόπαιδο που κατάγεται από ένα απομονωμένο χωριό του νομού Μαγνησίας.Έφυγε από το χωριό του και πήγε μετανάστης στη Γερμανία.
Ο Κώστας αφηγείται την καθημερινότητα και τις σκέψεις του σ’ ένα συγγραφέα  που θέλει να γράψει την ιστορία του:
Εργάζεται στο γερμανικό εργοστάσιο ΑΟΥΤΕΛ στη Στουτγκάρδη, που κατασκευάζει λάμπες αυτοκινήτων…Όταν σχολάει περπατάει στις λεωφόρους της πόλης και επιστρέφει μόνος στο φτωχικό  δωμάτιο στο σπίτι της Φράου Μπάουμ…

Ζει στην ξενιτιά, περιχαρακωμένος σε μια μηχανικά επαναλαμβανόμενη δουλειά, σε ένα απρόσωπο βιομηχανικό κέντρο.Ζει μονότονα, χωρίς κάποιο ενδιαφέρον και χωρίς άμεση ανθρώπινη επικοινωνία…

Στο τέλος του αποσπάσματος η συναισθηματική του ανάγκη,το βαθύ αίσθημα της αποξένωσης τον οδηγεί να συντάξει ο ίδιος το πικρό και αυτοσαρκαστικό επίγραμμα της επιτύμβιας στήλης του:

«Και να φροντίσεις εσύ , κύριε συγγραφέα,
να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα
στο σπίτι της Φράου  Μπάουμ,
από την πίσω μεριά,της αυλής,πως
εδώ κατοίκησε κάποτε
Ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους
της πολιτείας των ξένων»

Ο Κώστας ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά των Ελλήνων μεταναστών και των βιομηχανικών εργατών. Τη μοναξιά του Κώστα τη βίωσαν πολλοί τότε..Τη βιώνουν όμως και τώρα…
Το μάθημα αυτό συγκίνησε πολύ τους μαθητές!
Μετά την ερμηνευτική προσέγγιση ακολούθησε συζήτηση.Αναφερθήκαμε στη μετανάστευση τότε και σήμερα…Κάποια παιδιά είχαν παππούδες και γιαγιάδες μετανάστες.Κάποια ανέφεραν περιπτώσεις συγγενών ή φίλων τους που αναγκάστηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης να μεταναστεύσουν τώρα.

Διάβασα στα παιδιά, ως παράλληλο κείμενο,  αποσπάσματα από το Μικρό ημερολόγιο Συνόρων, του Γκασμέντ Καπλάνι:

«Δουλειά, δουλειά, δουλειά»

        Μετανάστης σημαίνει πολλά πράγματα. Αλλά προπαντός δουλειά. Στην ξενιτιά δεν πας για να κάνεις το μάγκα, αλλά για να μαζέψεις φράγκα. Θα κάνεις τα πάντα για να το πετύχεις. Θα κάνεις δυο και τρεις δουλειές τη μέρα, ανασφάλιστος, θα ρίξεις το μεροκάματο των ντόπιων, θα γίνεις απεργοσπάστης, αν χρειαστεί θα πουλάς κακομοιριά, για να αγγίξεις την καρδιά των εργοδοτών, μέχρι να καταλάβεις ότι πολλοί λίγοι τη διαθέτουν, θα στήνεσαι από τα χαράματα στην πλατεία Ομόνοιας, σαν βρόμικο άγαλμα που ξέχασαν να το πλύνουν τα συνεργεία του Δήμου. Θα κατοικείς σε τρώγλες, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι άτομα μαζί, καταργώντας τη διαφορά ανάμεσα στην κατοικία και το γουρουνοστάσιο. Θα τρως ψωμί και αλάτι, θα τρως σκέτο ψωμί. Θα σε πιάνει ο ύπνος πάντα στο λεωφορείο από την εξάντληση και την αϋπνία. Θα μυρίζεις ιδρώτα σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου, γιατί δε θα έχεις χρόνο να πλυθείς αλλά και γιατί δε θα θέλεις να κάνεις το ντους για να μην πληρώνεις ρεύμα. Ο πιο διάσημος τσιγκούνης σε σύγκριση με σένα θα μοιάζει κουβαρντάς. Θα μετράς τα χρήματά σου όπως μετρά ο αναιμικός τις σταγόνες αίματος. Δε θα ξοδεύεις τίποτα, δε θα αγοράζεις τίποτα, θα ζεις με τα ελάχιστα των ελαχίστων, θα χορταίνεις μόνο μετρώντας τα χρήματα και ακούγοντας πως για σένα υπάρχει και άλλη δουλειά, και άλλη,και άλλη…
         [πηγή: Γκασμέντ Καπλάνι,
Μικρό ημερολόγιο συνόρων, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2006]

Στο σχολείο μας φοιτούν και αρκετά παιδιά Αλβανών μεταναστών.Τα ενθάρρυνα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και πώς βιώνουν οι γονείς και τα ίδια την ξενιτιά…
Αφού ολοκληρώσαμε το μάθημα παρότρυνα τους μαθητές να γράψουν μια ιστορία, ένα  διήγημα, ένα ποίημα για μετανάστη ή να ζωγραφίσουν κάτι σχετικό.
Ανταποκρίθηκαν σχεδόν όλα.
Ενδεικτικά είναι τα έργα που παραθέτω:

H ιστορία ενός ξενιτεμένου Έλληνα
Γράφει ο Χρήστος  Μπιτάκος, μαθητής Β Γυμνασίου

Πριν από 25 περίπου χρόνια ένας Έλληνας, ο Γιάννης, έφυγε από το χωριό Γουριώτισσα Αιτωλοακαρνανίας για το εξωτερικό. Ήθελε να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του.Τότε οι καιροί ήταν δύσκολοι και οι Έλληνες δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί.Πήρε την απόφαση να φύγει για οικονομικούς κυρίως λόγους.Μάζεψε τις οικονομίες του λοιπόν και έφυγε …
Το ταξίδι μεγάλο και δύσκολο.Έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα με πλοίο για Ιταλία.Το πλοίο έκανε πολλές ώρες να φτάσει.Ταλαιπωρήθηκε αλλά ήταν αποφασισμένος να φτάσει στη Γερμανία.Μόλις έφτασε Ιταλία πήρε αμέσως το τρένο για Αυστρία με τελικό προορισμό τη Γερμανία.
Μετά από 32 ώρες επιτέλους έφτασε στο Αννόβερο!Εκεί ήταν δύσκολα.Δεν ήξερε τη γλώσσα και δεν είχε πού να κοιμηθεί.Κάποιος έλληνας τον βοήθησε να βρει δουλειά και στέγη.
Η δουλειά όμως δύσκολη.Άλλοτε σε οικοδομές και άλλοτε σε εργοστάσια.Μπόρεσε και μάζεψε κάποιες οικονομίες και αγόρασε δικό του σπίτι.Πάλι συνέχισε ίδιες δουλειές, αλλά με οικονομία κατάφερε να ανοίξει δικό του μαγαζί και συγκεκριμένα εστιατόριο μικρό αλλά καλό.
Στη συνέχεια μπόρεσε και μάζεψε  κάποια χρήματα και άνοιξε και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο… μέχρι που έφτασε να έχει αλυσίδα εστιατορίων με το όνομα «Ακρόπολη» σε όλο το Αννόβερο.
Σήμερα έχει μια πολυμελή οικογένεια και μια μεγάλη περιουσία.Είναι ευχαριστημένος με όσα κατάφερε.
[Σημείωση:η ιστορία του Γιάννη είναι αληθινή.Ο Χρήστος έγραψε για τον ξενιτεμένο θείο του]

Η ιστορία της γιαγιάς μου           
   Γράφει ο   Σαλαγιάννης Δημήτρης , μαθητής του Γ2
Η γιαγιά μου έφυγε από τη ζωή το 2008.Λεγόταν Σωτηρία Μασαλή - Ρηγάλου. Καταγόταν από την Μπαμπίνη Ξηρομέρου. Όταν έγινε είκοσι ενός χρόνων αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Της έκανε πρόσκληση ο αδερφός της ο Θανάσης, γιατί μόνο έτσι  μπορούσε να πάει ως μετανάστρια στη Γερμανία. Έφυγε οικειοθελώς, γιατί τα οικονομικά της οικογένειας ήταν πολύ άσχημα. Όπως μου είπε η γιαγιά μου και η μητέρα μου, ο φόβος και η αγωνία ήταν τα δύο συναισθήματα που κυριαρχούσαν όταν θα ξεκινούσε για το ταξίδι .Αν και οι συγγενείς της διαφωνούσαν με αυτή την απόφαση η ίδια ήταν πεπεισμένη να ταξιδέψει. Έφυγε μόνη της    και στη Γερμανία την περίμεναν τα δύο αδέλφια της ο Σπύρος και ο Θανάσης. Αυτοί δούλευαν σε εργοστάσιο επεξεργασίας δέρματος και εκεί θα εργαζόταν και η ίδια.
Μάλιστα θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε εξιστορήσει και χαμογελούσε αναπολώντας. Ο παππούς μου ο Θανάσης της είχε πει ότι θα την περίμενε στο σταθμό των τρένων όταν θα έφτανε. Όμως κατά την άφιξή της εξεπλάγη γιατί δεν ήταν κανένα γνωστό της πρόσωπο εκεί .Ήταν μόνη σε μια ξένη χώρα, χωρίς να μπορεί να μιλήσει με κανέναν. Ξαφνικά την πλησίασε ένας κύριος, της μίλησε στα ελληνικά και την ρώτησε πως τη λένε. Εκείνη απάντησε διστακτικά και φοβισμένα. Ο κύριος της εξήγησε πως ήταν απεσταλμένος του αδελφού της για να την πάει σε αυτόν, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να βρεθεί εκεί , εκείνη τη στιγμή. Τελικά, αφού δεν είχε άλλη επιλογή φοβισμένη και γεμάτη αγωνία αποφάσισε να τον ακολουθήσει .Πράγματι ην οδήγησε στον αδερφό της.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε εκεί ήταν η γερμανική γλώσσα και η δυσκολία επικοινωνίας με τους ανθρώπους γύρω της. Εργάστηκε αμέσως στο ίδιο εργοστάσιο με τα αδέρφια της και σιγά σιγά άρχισε να μιλά τα γερμανικά. Η αλήθεια είναι ότι αντιμετώπισε ρατσισμό όχι μόνο από τους ντόπιους αλλά και από ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων που της  φέρονταν υποτιμητικά.
Στο εργοστάσιο που εργαζόταν  είχε πολύ καλή αμοιβή.  Δεν ξέρω ακριβώς πόσα χρήματα έπαιρνε αλλά αυτό που μου είχε τονίσει ήταν ότι πληρωνόταν σε μάρκα τα οποία είχαν μεγάλη αξία στην Ελλάδα. Είχε αναπτύξει καλές  σχέσεις με τους ομογενείς, έβγαιναν όλοι μαζί και γλεντούσαν ή μαζεύονταν σε σπίτια. Μέχρι τότε ζούσε με τα αδέρφια της.
Έπειτα από δύο χρόνια ήρθε στην Ελλάδα διακοπές. Μετά από προξενιό, όπως συνηθιζόταν τότε, και με ενός μήνα αρραβώνα παντρεύτηκε τον παππού μου, ο οποίος εργαζόταν και αυτός στη Γερμανία. Όταν επέστρεψαν στη Γερμανία ζούσαν σε ένα δωμάτιο που τους είχε παραχωρήσει ο εργοδότης τους, χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο. Η γιαγιά   μου όταν γέννησε τον θείο μου , αναγκάστηκε να τον αφήσει στα πεθερικά της , στην Ελλάδα για δύο χρόνια. Οι γονείς νοσταλγούσαν το γιο τους και την πατρίδα τους  και περνούσαν δύσκολα .Η επικοινωνία με την Ελλάδα γινόταν με γράμματα και card postal αφού στο χωριό τότε δεν υπήρχε τηλέφωνο.
Το ταξίδι από την Ελλάδα στη Γερμανία διαρκούσε  περίπου τρεις ημέρες. Έφταναν με λεωφορείο στην Πάτρα, έπαιρναν από εκεί το πλοίο για την Ιταλία και τέλος το τρένο για τη Γερμανία. Έμεναν στην Στουτγάρδη, όπου και γεννήθηκε η μητέρα μου. Ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να μεγαλώσουν τα παιδιά  τους , αφού και οι δύο εργάζονταν στο εργοστάσιο. Κάποια στιγμή βέβαια κανόνισαν τις βάρδιες τους με τέτοιο τρόπο ώστε ο ένας γονιός να μένει με τα παιδιά.
Η ζωή στη Γερμανία δεν είχε καμιά σχέση με αυτή του χωριού, Ήταν προσεγμένη η ενδυμασία τους και καθώς έλεγε ο παππούς μου που πέθανε το 2009, κάθε πρωί έκανε μπάνιο, ξυριζόταν και φρόντιζε η συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους να είναι πάντα σωστή. Αξίζει να αναφέρω ότι ο παππούς μου είχε μεγάλη αδυναμία στο καζίνο. Κατάφερε όμως μαζί με τη γιαγιά μου από το μηδέν να φτιάξουν μια μικρή περιουσία.
Οι συνθήκες ζωής στη Γερμανία ήταν καλές αλλά αποφάσισαν να γυρίσουν το 1976 ύστερα από δώδεκα χρόνια  για λόγους υγείας και αφού κατάφεραν εδώ στην Ελλάδα να φτιάξουν το δικό τους σπίτι .
Τέλος, αυτό που θυμάται έντονα η μητέρα μου από τον παππού μου είναι ότι συχνά της έλεγε :
«Μια ζωή δική σου, μια μέρα δική μου στη Γερμανία», εννοώντας ότι είχε χορτάσει από εμπειρίες ζωής.

[Σημείωση: η ιστορία είναι πραγματική.]


Η ιστορία ενός νεοέλληνα μετανάστη …
Γράφει ο Αποστόλου Κωνσταντίνος, μαθητής Β Γυμνασίου

Ο Μάκης είναι ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους της χώρας μας ο οποίος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω την ανεργίας. Πίσω στα 15 του το μέλλον φαινόταν πολύ λαμπρό: Κορυφαίος μαθητής του Γυμνασίου ο οποίος αποφάσισε να ακολουθήσει την θετική κατεύθυνση στο Λύκειο. Όλοι είχαν μεγάλες προσδοκίες γι’αυτόν και περισσότερο ο ίδιος για τον εαυτό του. Όπως ομολογεί ο ίδιος σήμερα έδωσε μεγάλο αγώνα για να τα καταφέρει. Διάβαζε πολλές φορές μέχρι τα μεσάνυχτα, μερικές και πιο αργά, αλλά ακόμη πιστεύει ότι άξιζε τον κόπο.
Τον τελευταίο χρόνο του Λυκείου δεν βγήκε ούτε μια φορά για διασκέδαση έξω από το σπίτι του. Κατάφερε όμως τον τελικό του σκοπό: Στις τελικές εξετάσεις συγκέντρωσε 19.500 μόρια! Τότε ήρθε η ώρα οπου έπρεπε να σκεφτεί τι ήθελε να σπουδάσει και κατ’ επέκταση τι επάγγελμα ήθελε να ακολουθήσει στο μέλλον. Αποφάσισε λοιπόν να γίνει Πυρηνικός Φυσικός, ένα επάγγελμα το οποίο το μακρινό 2007 ήταν πολύ καλοπληρωμένο και σίγουρο ότι θα έβρισκε δουλειά.
Τα πρώτα χρόνια των σπουδών του δεν διέφεραν πολύ από τα μαθητικά χρόνια. Είχε πάρει υποτροφία από ένα γνωστό πανεπιστήμιο στην Αθήνα και είχε την ψυχολογική και οικονομική στήριξη των γονιών του. Μόνο το 2010 ένιωσε την οικονομική κρίση που είχε πλήξει την χώρα. Σε αυτήν οι γονείς του έμειναν άνεργοι, και τότε τα πράγματα δυσκόλεψαν... Ο Μάκης όμως πίστευε ότι μέχρι το καλοκαίρι του 2013 όταν θα αποφοιτούσε τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, ετσι ώστε να μπορέσει να βρεί μια καλοπληρωμένη δουλειά βασισμένη σε αυτό που είχε σπουδάσει.
Άνοιξη 2014. Η πολυετής κρίση έχει ως αποτέλεσμα η ανεργία των νέων να έχει φτάσει στα ύψη. Ο εικοσιπεντάχρονος πλέον Μάκης, αριστούχος πυρηνικός φυσικός, βλέπει ότι το «μέλλον» δεν είναι καθόλου όπως το φανταζόταν. Γι’αυτό, μετά από πολλούς μήνες σκέψεων, αποφασίζει να μετακομίσει στο εξωτερικό. Ήταν πολύ δύσκολο και γι’αυτόν αλλά και για τους γονείς του. “Πρέπει να γίνει” είπε χαρακτηριστικά στη μητέρα του… “Και θα σας επισκέπτομαι συχνά… Μην στεναχωριέσαι.”
Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού… ο Μάκης το απόγευμα θα έφευγε για τη μικρή πόλη κοντά στο Σακραμέντο της Αμερικής. Εκεί ζητούσαν βοηθούς εργαστηρίου… Η θέση δεν ήταν πολύ καλή, αλλά του παραχωρούσαν ένα μέρος να μείνει και επίσης πληρωνόταν καλύτερα από τα περισσότερες δουλείες στην Ελλάδα. Ο πατέρας του τον οδήγησε στο αεροδρόμιο… Η μητέρα του δεν ήθελε να έρθει, πίστευε ότι η καρδιά της δεν θα άντεχε τον αποχωρισμό. Εκεί στο αεροδρόμιο ο πατέρας του τον φίλησε, τον χαιρέτησε και μετά πήγε στο αυτοκίνητο. Εκεί έκλαψε για μερικά λεπτά. Μετά γύρισε στο σπίτι.
Ο Μάκης, δεκαπέντε ώρες μετά φτάνει στον προορισμό του, στο αεροδρόμιο του Λος Άντζελες και από’κει πέρα παίρνει το λεωφορείο. Όταν φτάνει στην μικρή πόλη κοντά στο Σακραμέντο, πηγαίνει κατευθείαν να συναντήσει τον εργοδότη του. Αυτός τον ξεναγεί στο εργαστήριο και στο σπίτι οπου του παραχωρούσαν να μείνει. Ξαφνιάστηκε. “Γιατί να δώσουν ένα τόσο μεγάλο διαμέρισμα σε έναν με μια τόσο «ασήμαντη» θέση σαν την δικιά μου;” αναρωτήθηκε. Ένα ακόμη πράγμα που του φάνηκε περίεργο είναι η κίνηση που είχε στην περιοχή. “Ούτε σαν Αθήνα” όπως λέει και ο ίδιος.
Την επόμενη μέρα πηγαίνει να δουλέψει στο εργαστήριο, για πρώτη φορά. Δούλευε έξι μέρες την εβδομάδα, σχετικά λίγες ώρες. Όλοι οι συνεργάτες του ήταν αρκετά φιλικοί, αλλα αυτός πάντα ένιωθε «περιττός». “Δεν ανήκω εδώ!”, έλεγε στην μητέρα του μέσω τηλεφώνου. “Κουράγιο…” του απάνταγε, ξέροντας ότι ο γιός της έκανε το σωστό.
Δύο μήνες μετά η δουλειά του Μάκη αρχίζει ν’αναγνωρίζεται από τους ανωτέρους του. Επίσης, έχει καλές σχέσεις με τον εργοδότη του. Αυτά του δίνουν κουράγιο να συνεχίσει, αλλα νιώθει συνέχεια στεναχωρημένος… Αποφάσισε να δεί ψυχολόγο. “Δεν ξέρω γιατρέ, αλλά δεν είμαι ευτυχισμένος εδώ… δεν ξέρω το γιατί. Έχω ότι πάντοτε ήθελα: Μια καλοπληρωμένη δουλειά, που σχετίζεται σε αυτό που έχω σπουδάσει.” “Μήπως πρέπει να διασκεδάσεις λιγάκι; Να γνωρίσεις νέους ανθρώπους;” τον ρωτάει ο γιατρός. Ο Μάκης τελικά αποφασίζει την επόμενη μέρα να επισκεφτεί το τοπικό μπαρ.
Η αλήθεια είναι ότι ένιωθε πολύ περίεργα μόνος του στο γεμάτο με άτομα μπαρ. Μετά από λίγα λεπτά φεύγει και κατευθύνεται στο σπίτι του. Όταν φτάνει στην εξώπορτα, βλέπει δύο άτομα να μεταφέρουν έπιπλα μέσα στην πολυκατοικία την οποία έμενε. Αφού του είπαν ότι μετακόμιζαν ακριβώς στο δίπλα από το δικό του διαμέρισμα, τους πρόσφερε βοήθεια, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Στο τέλος, όταν ανέβαινε τις σκάλες, τους άκουσε να ψιθυρίζει κάτι ο ένας στον άλλο. Η γλώσσα ακουγόταν γνωστή, αλλα δεν ήταν αγγλικά: Ήταν ελληνικά! Τότε τους ρώτησε: “Είστε έλληνες…;” Και αυτοί με έκπληξη απάντησαν Ναι. Τελικά κατέληξαν οι τρείς τους να μιλάνε όλο το βράδυ για διάφορα πράγματα… Ούτε αυτοί θυμούνται ακριβώς. Στο τέλος της βραδιάς κάποιος τους πρότεινε τις Κυριακές, οπου κανένας από τους τρείς δεν είχε δουλειά, να κάνουν εκδρομές και σε αυτές να εξερευνούν ένα μέρος της ευρύτερης περιοχής κάθε φορά. Όλοι τους αμέσως συμφώνησαν… τότε κατάλαβαν ότι θα γίνουν αχώριστοι φίλοι.
Από εκείνη τη μέρα και μετά, ο Μάκης συνέχεια χαμογελούσε. Κάθε Δευτέρα με Σάββατο έδινε τον καλύτερο εαυτό του στην δουλειά. Τις Κυριακές το πρωί και οι τρείς φίλοι :Μάκης, Δημήτρης και Χρήστος μαζεύονταν σε κάποιου το διαμέρισμα, και από εκεί έφευγαν κάθε φορά για ένα διαφορετικό προορισμό. Επισκέφτονταν κάθε φορά διαφορετικά μουσεία, γεύονταν διαφορετικές κουζίνες, έβλεπαν διαφορετικά μνημεία. Ένιωθαν ξανά σαν παιδιά…
Μισό χρόνο μετά τον αποχωρισμό απ’την πατρίδα ο Μάκης νιώθει πλέον ολοκληρωμένος. Η δουλειά του έχει αναγνωριστεί σε τέτοιο βαθμό έτσι ώστε έχει πάρει αύξηση. Η Κυριακάτικη συνάντηση τους δεν έχει σταματήσει. Επίσης την προηγούμενη εβδομάδα οι γονείς του του έκαναν μια επίσκεψη. “Πάντα πίστευα ότι διαβάζοντας και έτσι βρίσκοντας μια καλή δουλειά θα γινόμουν ευτυχισμένος, αλλα είχα άδικο. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μια παρέα θα μου έφερνε πραγματική ευτυχία”, λέει στους γονείς του. Και αυτοί είχαν κάτι ακόμη ευχάριστο να του ανακοινώσουν: Ο αγαπημένος ξάδερφός του, ο Κώστας, βρήκε και αυτός μια δουλειά στην ίδια πόλη που διέμενε και ο ίδιος. Τρελάθηκε από την χαρά του. Τελικά η μετανάστευση σε μια νέα πατρίδα, την Αμερική, έκανε τον Μάκη χαρούμενο  τόσο, όσο δεν είχε ποτέ φανταστεί.
[Σημείωση: η ιστορία του Μάκη είναι φανταστική.Ο Κωνσταντίνος εμπνεύστηκε από τη σημερινή μετανάστευση των νέων …]

Η  ιστορία του Στέλιου
Γράφει ο Γιώργος Χριστοδουλόπουλος, μαθητής Β Γυμνασίου


Ο Στέλιος είναι ένας άνεργος νέος πτυχιούχος στη Διοίκηση Επιχειρήσεων που σπούδασε  στην Αγγλία. Είναι παντρεμένος με τη Νατάσα που εργάζεται ως υπάλληλος σε ένα  μαγαζί ταχυφαγείας  στα Γιάννενα, όπου ζει το νέο ζευγάρι.
Το 2009 ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Πολλοί άνθρωποι απολύθηκαν από τις δουλειές τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Στέλιος, που απολύθηκε από την εταιρία που δούλευε ως  διευθυντής οικονομικών. Τα χρέη άρχισαν να αυξάνονται. Ο Στέλιος δεν είχε να τα πληρώσει και τα πράγματα άρχισαν να βγαίνουν δύσκολα πέρα και οι υποχρεώσεις πολλές.Ο Στέλιος ήταν σε σημείο να τρελαθεί  από όλα που του συνέβησαν.
Ένα βράδυ χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ήταν ο κολλητός του Στέλιου, ο Μάκης. Πέρασε μέσα και καθίσανε στον καναπέ. Τον ρώτησαν γιατί τους επισκέφτηκε μέσα στη νύχτα. Ο Μάκης τους είπε ότι έχει φέρει πάρα πολύ καλά  νέα να τους ανακοινώσει και δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι το πρωί. Ο  λόγος ήταν ότι βρήκε δουλειά στο Στέλιο! Όταν άκουσαν το λόγο του Μάκη έμειναν άφωνοι και κατευθείαν ρώτησαν τι δουλειά του βρήκε. Μήπως σε καμιά καφετέρια σερβιτόρος ή εργάτης σε οικοδομή;
Ο Μάκης γέλασε και τους είπε ότι δεν είναι τίποτα από τα δύο, αλλά ότι  είναι επάνω σε αυτό που σπούδασε και  ότι η δουλειά θα του εξασφαλίσει πολύ καλά χρήματα για την εποχή αυτή. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: αν δεχτεί τη δουλειά πρέπει να φύγει από τη χώρα του και να πάει στην Πορτογαλία, στην πόλη Πόρτο. Εκεί έχει την εταιρεία ο ομοεθνής τους. Ο Στέλιος μπήκε σε σκέψεις, ευχαρίστησε όμως το Μάκη που έφυγε…
Ο Στέλιος όλο το βράδυ σκεφτόταν και το πρωί το συζήτησε με τη γυναίκα του, που του είπε να μην το σκέφτεται καθόλου. Ο Στέλιος ήθελε να σκεφτεί λίγο ακόμα γιατί είναι μια απόφαση που θα του αλλάξει όλη τη ζωή του. Το συζήτησε με τους γονείς και τον αδελφό του και δεν έφεραν αντίρρηση πάνω στο  θέμα. Μετά έψαξε στο  ίντερνετ να  δει πώς είναι αυτή η περιοχή που θα πήγαινε να ζήσει, το Πόρτο. Από αυτά που είδε, ωραία περιοχή σκέφτηκε…
Το επόμενο πρωί ο Στέλιος βγήκε για κάτι δουλειές στην πόλη και όπως περπατούσε είδε μια κυρία με ένα μωρό στην αγκαλιά να ζητιανεύει για ένα κομμάτι ψωμί να δώσει στο παιδάκι της. Μετά από αυτό το περιστατικό φοβήθηκε ότι μπορεί και αυτός να φτάσει στην ίδια θέση και να ζητιανεύει…Έτσι πήρε την απόφαση να δεχτεί τη θέση και να πάει στο Πόρτο. Την επόμενη μέρα κιόλας έβγαλε τα εισιτήρια και μέσα σε δυο μέρες ταξίδευαν για την Πορτογαλία.
Δεν άργησαν να συνηθίσουν στο νέο περιβάλλον. Αναπτύξανε φιλίες με τους κατοίκους της περιοχής. Ο Στέλιος πήρε  τη θέση στην Εταιρεία και άρχισε να  βγάζει τα πρώτα του χρήματα. Η Νατάσα απέκτησε το  πρώτο παιδάκι τους στην Πορτογαλία. Το βάφτισε το αφεντικό του Στέλιου. Έτσι ωραία και ομαλά πέρναγαν τα χρόνια στην Πορτογαλία…
Είχαν όμως ένα όνειρο: να γυρίσουν στην Ελλάδα και να αγοράσουν ένα σπίτι σε ένα νησί και να περάσουν εκεί τα υπόλοιπα χρόνια τους. Ο Στέλιος ήθελε και κάτι άλλο: να κάνει μια δωρεά σε ανθρώπους που δεν έχουν χρήματα να συντηρήσουν αξιοπρεπώς τις οικογένειές τους!
[Σημείωση:η ιστορία είναι φανταστική.Ο Γιώργος εμπνεύστηκε από τη σημερινή μετανάστευση των νέων …]


Το γράμμα ενός Αλβανού μετανάστη
Γράφει η Φωτεινή Γκογκάι, μαθήτρια Β Γυμνασίου
Αγαπημένε μου εγγονέ,
Θα διαβάσεις αυτό το γράμμα όταν εγώ θα έχω φύγει από τη ζωή και θα ταξιδεύω σε κόσμους μακρινούς, αλλά θα σε βλέπω όπου και να είμαι.
Ξέρεις Χρηστάκη, σου έγραψα αυτό το γράμμα για να σου διηγηθώ πως πέρασα τη μισή ζωή μου ως μετανάστης στην Ελλάδα.Όλα ξεκίνησαν το 1960, όταν έφυγα από την Αλβανία για μια καλύτερη τύχη και επειδή αν δεν έφευγα η μητέρα σου μπορεί να μη ζούσε.Τους λόγους θα σου τους πει η ίδια όταν τη ρωτήσεις.
Αρχικά, όταν ήρθα, ήμουν λίγο φοβισμένος, γιατί δεν ήξερα αν θα βρω δουλειά εύκολα και αν θα μπορούσα να βρω σπίτι ώστε να μείνω, επειδή ο καιρός τότε δεν ήταν όπως τώρα, που μπορείς να μείνεις όπου θες.
Στην αρχή με πήρε ένας γέροντας ως τσοπάνη, για να φροντίζω τα ζώα του.Εκείνος με βοήθησε να μάθω τη γλώσσα και ήταν ένας από τους πιο τίμιους ανθρώπους.Με πλήρωνε καλά και όταν έκανα κάτι λάθος εκείνος μου το έλεγε και με βοηθούσε ώστε να μάθω το σωστό.Ξέρεις εγώ τότε ήμουν νέος και δεν ήξερα και τόσο καλά να φροντίζω τα ζώα.
Όταν αργότερα μεγάλωσα, έκανα οικογένεια, παντρεύτηκα τη γιαγιά σου την Εμμανουέλα και αποκτήσαμε μια κόρη και ένα γιο.Τη μητέρα σου τη Βάνα και το θείο σου τον Ερμή.
Όταν γεννήθηκαν τα παιδιά ο μπάρμπα Γάκιας ήθελε να τα βαφτίσει και έτσι έγινε. Δυστυχώς όμως ύστερα από 10 χρόνια η γιαγιά σου έφυγε και έγινε ένας άγγελος στον ουρανό. Εγώ τότε έπεσα σε κατάθλιψη…
Ο γέροντας τότε μου είπε μια παροιμία:
«ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή κλαίγοντας και φεύγει γελώντας».
Μου είπε πως πρέπει να παλέψω να μεγαλώσω τα παιδιά μου.Να βάλλω πείσμα και να κερδίσω πολλά πράγματα ώστε να φτάσω στην κορυφή!
Τώρα πια Χρηστάκη, κατάλαβα τα λόγια του γέροντα και ξέρω πως το να  φεύγεις από τη χώρα σου σε μια άλλη ως μετανάστης, θα πει πως πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τα πάντα.Το ρατσισμό, την απομόνωση, χωρίς να στενοχωριέσαι…Αλλά να το βάζεις πείσμα για να καταφέρεις να φτάσεις ψηλά.
Τώρα πλέον έφτασα στην κορυφή, όπως έλεγε ο γέροντας. Αγόρασα σπίτι ώστε να ζουν τα παιδιά μου στο δικό τους σπίτι. Δούλεψα σκληρά να αποκτήσω χρήματα και να εξασφαλίσω μια κανονική ζωή με όλες τις ανέσεις στα παιδιά μου.Χωρίς να τους λείπει τίποτα, ώστε να μη ζηλεύουν τους άλλους.Τα έστειλα στο σχολείο να μορφωθούν και να κερδίζουν το ψωμί τους λίγο πιο εύκολα από εμένα.
Πλέον Χρηστάκη ,αφού έχεις μεγαλώσει και είσαι αρκετά μεγάλος, μπορείς να διαβάσεις και να ακολουθήσεις πιστά όσα σου γράφω στο γράμμα μου. Να γίνεις ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη για την οικογένειά σου και εργατικός,ώστε να μη σε κοροϊδεύει κανένας και για  τίποτα.
Και όταν κάποτε κάποιος σου πει πως είσαι Αλβανός και δεν έχεις καμμία αξία θα του πεις: πως δεν έχει σημασία από που είσαι, αλλά τι πιστεύεις για τη ζωή και πως  πρέπει να τη ζεις με τον τρόπο που εσύ τη διαλέγεις.
Να ξέρεις πως σε αγαπώ και πως η ζωή είναι ένας κύκλος με πολλά εμπόδια που πάντα υπάρχει τρόπος να φεύγεις μακριά τους…
Με αγάπη
Ο παππούς σου Γκούτση
[Σημείωση: η μαθήτρια επηρεάστηκε από την ιστορία του μετανάστη παππού της ]


ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Είναι άνθρωποι πονεμένοι που έχουν βγει στην ξενιτιά,
Άνθρωποι διωγμένοι, συνήθως με παιδιά…
Κουβαλούν πάντα ένα στόχο, μια ελπίδα
Κι έτσι φεύγουν για τη νέα πατρίδα.
Έχουν ένα καημό, πίσω να γυρίσουν…
Φτώχεια και ανέχεια να μην ξαναντικρύσουν!
Οι δυσκολίες είναι αρκετές,
Τα προβλήματα πολλά…
Μα έχουν δυνατές ψυχές
Και σκληρή καρδιά…
Μαρία Σαρδέλη, μαθήτρια Γ Γυμνασίου




1 σχόλιο: