Μετανάστες από τη Ρουμανία
Γράφει η Άννα Μαρία Μήτσου, μαθήτρια Β Γυμνασίου
Πριν
μερικά χρόνια ήρθε στην πολυκατοικία που μένω μια οικογένεια μεταναστών, από τη
Ρουμανία. Ήρθαν στην Ελλάδα αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και ένα πιο
υψηλό βιοτικό επίπεδο από αυτό που ζούσαν στη χώρα τους.
Στην
αρχή οι πιο πολλοί στη πολυκατοικία μόλις άκουσαν ότι ήταν από ξένη χώρα
αναστατώθηκαν. Τους έπιασε μια ξενοφοβία και άρχισαν να διαμαρτύρονται στον
ιδιοκτήτη του διαμερίσματος, εκτοξεύοντας προς αυτόν και την άτυχη οικογένεια
μεταναστών ένα σωρό κατηγορίες. Του έλεγαν πως προκειμένου να εισπράξει ενοίκιο
από το παλιοδιαμέρισμά του δεν τον ένοιαζε
ποιον θα βάλει ενοικιαστή. Φώναζαν και του έλεγαν πως θα τους βάλει σε μπελάδες και πως ανησυχούσαν και
φοβόντουσαν με τους κλέφτες
που τους έφερε στην πόρτα τους. Και για μην αναγκαστούν να κλειδωθούν μέσα
στα σπίτια τους του έλεγαν πως πολύ σύντομα θα μαζέψουν υπογραφές να τους
διώξουν από την πολυκατοικία.
Ο
ιδιοκτήτης προσπαθούσε να τους καθησυχάσει λέγοντάς τους πως οι άνθρωποι είναι
καλοί, πως είναι νόμιμα στη χώρα μας και μάλιστα με χαρτιά από το κράτος. Τους
έλεγε πως είναι πολύ φτωχοί και γι’ αυτό φαίνονται έτσι. Τους έλεγε επίσης πως
πρέπει κάποιος να τους δώσει μια ευκαιρία και γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να τους βοηθήσει
όποιος μπορεί και όπως μπορεί, παρά να τους λοξοκοιτάει και να τους βρίζει.
Εγώ
πολύ σύντομα φρόντισα να γνωρίσω αυτή την οικογένεια. Στην αρχή γνώρισα τα δύο
παιδιά , την Μιχαέλα και τον Αβντί , δύο πολύ καλά παιδιά , λίγο μικρότερα σε
ηλικία από μένα τα οποία αμέσως κέρδισαν την συμπάθειά μου. Αργότερα γνώρισα
και τους γονείς τους και τους συμπάθησα και αυτούς αμέσως. Ήταν πολύ ευγενικοί
και αξιόλογοι άνθρωποι γεμάτοι υπομονή.
Στον
ελεύθερο χρόνο μου έκανα αρκετή παρέα με τα παιδιά και δέσαμε πολύ. Τους έδωσα
αρκετά από τα πράγματά μου που δεν τα χρειαζόμουν όπως παιχνίδια, ρούχα, διάφορα σχολικά είδη
και επίσης τα βοηθούσα όσο και όπου μπορούσα και ιδίως με την ελληνική γλώσσα.
Στην
αρχή η ζωή αυτή της οικογένειας ήταν πολύ δύσκολη. Η μητέρα τους έλειπε σχεδόν
όλη μέρα σε διάφορες δουλειές ,αλλά
κυρίως καθαρίζοντας διάφορα σπίτια και
σκάλες πολυκατοικιών, ενώ ο πατέρας τους έλειπε για μέρες ολόκληρες,
αναζητώντας μεροκάματο σε διάφορες αγροτικές δουλειές. Τα παιδιά περνούσαν και
αυτά πολλές ώρες μόνα τους και πεινασμένα.
Πολλές
φορές βλέποντας το πόσο δύσκολα ζούσαν σαν οικογένεια τους λυπόμουν και
ταυτόχρονα αναρωτιόμουν, πόσο πιο δύσκολη θα μπορούσε να ήταν η ζωή τους στη
χώρα τους ώστε να αναγκαστούν να γίνουν μετανάστες;
Σήμερα
αυτή η οικογένεια τα έχει καταφέρει και ζει ανάμεσά μας αξιοπρεπέστατα. Ο
πατέρας έχει μια σταθερή δουλειά σε μια αποθήκη εμπορευμάτων ενώ η μητέρα
δουλεύει σε ένα φούρνο. Τα παιδιά πηγαίνουν κανονικά στο σχολείο, έχουν μάθει
τη γλώσσα μας πολύ καλά και μάλιστα είναι και πολύ καλοί μαθητές. Και εγώ είμαι
πολύ περήφανη και χαρούμενη που συνεχίζουμε να είμαστε φίλοι.