Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ
ΕΜΠΝΕΕΙ!
Η Αλεξάνδρα Φουρλίγκα,
μαθήτρια Β’Γυμνασίου ζωγράφισε το πορτρέτο του Μεγάλου Ευεργέτη Ευ.Παπαστράτου:
Από το βιβλίο του
Ευ.Παπαστράτου,
«Η Δουλειά κι ο κόπος της»:
Στην εποχή μας το ξύλο ήταν καθιερωμένο
σωφρονιστικό μέσο. Δε νομίζω πως μας έκανε κακό. Εγώ έχω φάει κάμποσο ξύλο, κι
από τη μητέρα, αλλά και από τον Μπάρμπα-Γιάννη.
Θυμούμαι ακόμα ένα περιστατικό, που μ’ κανε
να δοκιμάσω τα γερά του χάδια. Ήμουν περίπου έντεκα χρονών και ήταν Απόκριες.
Κάθε χρόνο, την τελευταία Κυριακή της αποκριάς, ο μπάρμπας ερχόταν στο Αγρίνιο
για να γιορτάσουμε όλοι μαζί στο σπίτι της βάβας μου, όπου μαζευόμασταν όλες οι
συγγενικές οικογένειες. Εκείνη όμως τη χρονιά είχαμε αποφασίσει με τον αδελφό
μου το Σωτήρη κι άλλα παιδιά της γειτονιάς να πάμε την Καθαροδευτέρα να «χαλάσουμε
τα Κούλουμα» σε ένα αμπέλι, που είχαμε πολύ κοντά στο Αγρίνιο, πάνω σε μια
ραχούλα, και που το λέγαμε «στη ράχη». Πήρε λοιπόν ο καθένας από το σπίτι του
ότι Σαρακοστιανό βρήκε και εμείς που είχαμε άφθονο κρασί, γεμίσαμε κρυφά από τη
μητέρα μια τσίτσα και πήγαμε να γλεντήσουμε. Σ’εκείνη την ηλικία δε χρειαζόταν να πιει κανείς πολύ κρασί για
να έλθει στο κέφι. Ένα-δύο ποτηράκια μισά ήταν αρκετά για να ζαλιστούμε,
μάλιστα που το κρασί μας ήταν δυνατό. Φάγαμε λοιπόν κι ήπιαμε, και τραγουδήσαμε
όλα τα γνωστά τραγούδια, της Αποκρίας, εκείνης της εποχής:
Μαρούλια το πουρνό,
Φορτώνω και γυρνώ…
Κι απ’ όλα τα καλά
Πάρτε λαχανικά…
Δεν ντρέπεσαι μωρέ,
Γαϊδούρι, κουτεντέ,
Να πας να πιεις κρασί
Και να γενείς στουπί;
Ή ακόμα:
-Μεσολογγιτοπούλα
Μπερμπάντα, δε χορεύεις;
-Τι χορό να κάνω εγώ
Που σκαρπινάκια δε φορώ;
Μουτζουρώσαμε και τα μούτρα μας, γιατί
έτσι ήταν η συνήθεια στα Κούλουμα και γυρίσαμε αργά στα σπίτια μας τραγουδώντας
και τρικλίζοντας. Και μερικοί μας ψευδίζαμε, γιατί η γλώσσα είχε παραλύσει από
το κρασί. Όταν φτάσαμε στο σπίτι με το Σωτήρη, βγήκε στη σκάλα η υπηρέτρια και μας
ειδοποίησε: «Ο Μπάρμπα-Γιάννης είναι πάνω και θέλει να σας δει.» και πρόσθεσε
για να μας δώσει κουράγιο: «Αλίμονό σας, τι σας περιμένει!». Και μόνο στο
άκουσμα πως ο Μπάρμπα-Γιάννης ήταν ακόμα στο σπίτι, ενώ φανταζόμουν πως θα είχε
φύγει νωρίτερα με το τρένο, μου φάνηκε ο «ουρανός κολοκύθι»- έτσι το λέγαμε
τότε. Πλύθηκα πρόχειρα, και με το σχετικό τρίκλισμα, μισό από το κρασί και μισό
επειδή μου έτρεμαν τα πόδια από το φόβο, μπήκα στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν ο
μπάρμπας με τη μητέρα μου. Δεν πρόφτασα να ακούσω παρά τις λέξεις «Δεν
ντρέπεσαι, βρε μασκαρά!» κι ένιωσα τον πρώτο μπάτσο, που μου φάνηκε
αστροπελέκι. Κοντά στον πρώτο και το δεύτερο. Τι έγινε ύστερα δεν το θυμούμαι,
γιατί δεν το ένιωσα. Ήμουν κιόλας ζαλισμένος από πριν και απόγινα. Όταν συνήλθα
βρισκόμουν στο μπασάκι με ένα βρεγμένο μαντήλι στο μέτωπο, που μύριζε ξύδι.
Διψούσα και δεν τολμούσα να ζητήσω νερό, γιατί άκουγα τη φωνή του μπάρμπα και
φοβόμουν μην με ξαναρχίσει. Ο Σωτήρης στάθηκε πιο τυχερός, γιατί, χάρη στο
πάθημά μου, μεσολάβησε η μητέρα, κι έφαγε εκείνος πολύ λιγότερο ξύλο και πιο
πολύ τράβηγμα τ’ αυτιά-ποινή ελαφρότερη.
Το απόσπασμα επέλεξε η Μαντώ Κουτσομπίνα
μαθήτρια Γ1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου