Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018


         Γιάννης Μαγκλής,   «Γιατί;» ,  2ο Γυμνάσιο Αγρινίου Επιβλέπει: η φιλόλογος Μαρία  Ν. Αγγέλη


              Α)     Εργασία του μαθητή: Παναγιώτη   Γκρίζη 

                                
ΕΙΚΟΝΑ: Το παιδί που δακρύζει για την κόλαση του πολέμου.
Ζωγραφιά του Παναγιώτη Γκρίζη

           Ένα διαφορετικό τέλος στο διήγημα του Γιάννη Μαγκλή 

Η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό. Αυτός έγειρε και έπεσε μέσα στο ρυάκι με το νερό. Η κραυγή του στρατιώτη από τον πόνο αντηχούσε για πολύ ώρα στη ρεματιά κανείς δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος.Δεν έμεινε ασυγκίνητος ούτε ο νέος στρατιώτης. Πήγε γρήγορα κοντά του, τον έσυρε έξω από το νερό και χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο θέλησε να του περιποιηθεί το τραύμα.Έσκισε το πουκάμισο του το έβρεξε με το νερό που έτρεχε δίπλα να του καθαρίσει την πληγή.Καθώς άνοιξε τα ρούχα είδε στα στήθια του στρατιώτη να κρέμεται ένα μεγάλο μενταγιόν. Η σφαίρα χτύπησε πάνω του και δεν χτύπησε την καρδιά αλλά καρφώθηκε στο μπράτσο. Έσφιξε το τραύμα πολύ καλά για να σταματήσει το αίμα να τρέχει. Έβρεξε ένα κομμάτι ξερό ψωμί που είχε στην τσέπη του και του έδωσε να φάει. Όμως η νύχτα άρχισε να πέφτει  και ο τραυματισμένος στρατιώτης κρύωνε πολύ. Τον βοήθησε να σηκωθεί και τον μετέφερε σε μια σπηλιά που υπήρχε εκεί κοντά. Του άναψε φωτιά να ζεσταθεί. Η νύχτα πέρασε και ο νέος στρατιώτης έπρεπε να γυρίσει πίσω στους συντρόφους του.Όμως ο τραυματισμένος είχε χειροτερέψει. Το σώμα του έκαιγε ολόκληρο από τον πυρετό. Δεν μπορούσε να τον αφήσει μόνο του…
 Πέρασαν αρκετές μέρες και ήταν δίπλα του να τον φροντίζει να του φέρνει νερό να πίνει. Να του περιποιείται το τραύμα βάζοντας πάνω κάποια βότανα που ήξερε ότι κάνουν καλό στις πληγές. Τελικά το τραύμα επουλώθηκε. Όλες αυτές τις μέρες έμαθε ο ένας πράγματα για τον άλλον. Είχαν και οι δύο οικογένειες, αδέλφια και γονείς που τους περίμεναν πάλι πίσω . Σκέφτηκαν ότι αφού έλειπαν τόσες πολλές μέρες από τα στρατόπεδα τους πως και να μην γυρίσουν πάλι πίσω δεν θα τους αναζητήσει και κανείς. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν από εκεί εγκαταλείποντας τον πόλεμο. Πέρασαν πολλές μέρες περπατώντας ώσπου βρέθηκαν σε ένα σημείο που ήταν γνώριμο και στους δύο . Εκεί έπρεπε να χωριστούν . Με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάστηκαν και υποσχέθηκαν και οι δύο να μην ξαναπάρουν μέρος σε πόλεμο και να μην κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο!

Β) Εργασία της Διονυσίας Γεωργίου

Η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό. Εκείνος σωριάστηκε κάτω βογκώντας και άρχισε να κυλά προς την πηγή. Ο νεαρός στρατιώτης έμεινε παγωμένος να τον κοιτά. Ο χτυπημένος κάτι προσπαθούσε να του πει αλλά ο άλλος δεν καταλάβαινε τη γλώσσα του. Έφτασε στην πηγή, ήπιε  λίγο νερό και έμεινε εκεί με τα μάτια ανοιχτά να τον κοιτά με παράπονο.
Ο νεαρός στρατιώτης σκέφτηκε «τι έκανα; Τι ήθελε να μου πει ο εχθρός;» Έτρεξε προς το μέρος του. Τον αγκάλιασε και κράτησε με δύναμη την πληγή. Ζούσε ακόμα. Θα μπορούσε να γλυτώσει. Αν φώναζε βοήθεια! Αλλά φοβόταν. Άρχισε να του μιλά. Να του ζητάει συγνώμη, αλλά ο άλλος δεν καταλάβαινε. Έβγαλε το παγούρι του, το γέμισε φρέσκο νερό από την πηγή και του έδωσε να πιεί. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Αυτό ικανοποίησε τον νεαρό στρατιώτη. «Δεν μπορεί, θα γίνει καλά σκέφτηκε».
Τότε μια τουφεκιά διέκοψε τη γαλήνη της νύχτας. Τα πάντα γύρω του άρχισαν να σκοτεινιάζουν. Έπεσε κάτω, δίπλα στον άλλον, δίπλα στον εχθρό. Ακούστηκαν φωνές, έπειτα  και άλλοι πυροβολισμοί. Αλλά αυτός εκεί, δίπλα στον εχθρό. Έτσι πέθαναν και οι δυο τους. Τόσο άδικα. Μέσα στην κόλαση του πολέμου.Αηδιασμένοι από τη βαρβαρότητα και παραπονεμένοι που δεν θα ξανάβλεπαν τους δικούς τους, την οικογένειά τους, τη μάνα τους. Δυστυχώς όμως έτσι είναι ο πόλεμος, άδικος και τρομακτικός…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου