Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Γράμμα ενός  Έλληνα μετανάστη
Γράφει ο Δημοσθένης Τρυφιάτης, μαθητής Β4 Γυμνασίου

                                                                                    Νέα Ζηλανδία, 18 Δεκεμβρίου 2014
Αγαπημένη   μου  Μητέρα,   
Χθες  έλαβα  το  γράμμα  σου  το  οποίο  δε  χόρταινα  να  διαβάζω  με  τα  τόσα  νέα.  Τι  γίνεται  με  την  αδερφή  μου  μαζί  με  τον  Γιάννη. Μακάρι,  να  μάθω  ότι  παντρεύτηκαν και  ότι έφτιαξαν   τη  ζωή  τους.  Ευχαριστήθηκα  που  είχες  τόσο  κόσμο  στη  γιορτή  του  πατέρα  μου.  Να  του  πεις  χρόνια  πολλά  από  εμένα  και  όσον  αφορά  το  δώρο  του  αγόρασα  κάτι  με  όσα  λεφτά  μπορούσα.  Πιστεύω  τον  Απρίλιο  να  έρθω  να  σας  δω.  Σε  ευχαριστώ  πάρα  πολύ  για  τα  φαγητά  που  μου  έστειλες,  αλλά  άλλη  φορά  να  μην  χρεώνεσαι  τόσο.
Έγραψα,  επίσης  και  στον  αδερφό  μου.  Είχε  ανησυχήσει  παίρνοντας  με  τηλέφωνο  λέγοντας  ότι  αν  κάτι  δεν  πήγαινε  καλά  να  γυρίσω  πίσω.  Του  έγραψα  ότι  χρειάστηκε  να  επισκεφτώ   γιατρό  τέσσερις  φορές.  Γιατί  πράγματι  ήμουν  άσχημα  από  μελαγχολία  και  αυτό  όχι  γιατί  δεν  υπάρχει  τρόπος  να  ασχοληθώ  με  κάτι,  αλλά  για  λόγους  νοσταλγίας.
Δεν  ξέρεις,  μητέρα,  πως  αργούν  να  περάσουν  οι  ώρες  σκεφτόμενος  την  πατρίδα  και  όλους  τους  συγγενείς.  Μου  έγινε  εφιάλτης,  και  το  πρωί  ξυπνάω  με  την  σκέψη  σας.  Ο  γιατρός  μου  έδωσε  ηρεμιστικά , αλλά  δε  με  βοηθάν  και  πολύ.  Από  σήμερα  επίσης  ξεκίνησα  τη  δουλειά.  Άρχισα  να  μαθαίνω  τα  διάφορα  μηχανήματα  και  να  γίνομαι  φίλος  με  τους  άλλους.
 Πες  του  αδερφού  μου  ότι  τώρα  πηγαίνω  καλύτερα  και  με  τη  σκέψη  ότι  θα  εργάζομαι  θα  ησυχάσουν  τα  νεύρα  μου.  Ελπίζω  να  πάρω  και  λίγο  βάρος  γιατί  έχω  ήδη  χάσει  4  κιλά.  Είμαι  τώρα  53.  Αυτή  τη  στιγμή  έχουμε  μεσημεριανή  διακοπή...
 Γράφε  μου  όσο  μπορείς  πιο συχνά,  τα  γράμματα  σου  μου  δίνουν  αισιοδοξία,  τα  νέα  σας  που  μαθαίνω.  Πες  της  αδερφής  μου  ότι  θα  της  απαντήσω  αύριο.  Πιστεύω  να  μάθω  τα  ευχάριστα !!!


Σε  φιλώ

 ο  γιός  σου  Νίκος

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

H ιστορία ενός ξενιτεμένου Έλληνα

Γράφει ο Χρήστος  Μπιτάκος, μαθητής Β Γυμνασίου


Πριν από 25 περίπου χρόνια ένας Έλληνας, ο Γιάννης, έφυγε από το χωριό Γουριώτισσα Αιτωλοακαρνανίας για το εξωτερικό.Ήθελε να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του.Τότε οι καιροί ήαν δύσκολοι και οι Έλληνες δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί.Πήρε την απόφαση να φύγει για οικονομικούς κυρίως λόγους.Μάζεψε τις οικονομίες του λοιπόν και έφυγε …
Το ταξίδι μεγάλο και δύσκολο.Έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα με πλοίο για Ιταλία.Το πλοίο έκανε πολλές ώρες να φτάσει.Ταλαιπωρήθηκε αλλά ήταν αποφασισμένος να φτάσει στη Γερμανία.Μόλις έφτασε Ιταλία πήρε αμέσως το τρένο για Αυστρία με τελικό προορισμό τη Γερμανία.
Μετά από 32 ώρες επιτέλους έφτασε στο Αννόβερο!Εκεί ήταν δύσκολα.Δεν ήξερε τη γλώσσα και δεν είχε πού να κοιμηθεί.Κάποιος έλληνας τον βοήθησε να βρει δουλειά και στέγη.
Η δουλειά όμως δύσκολη.Άλλοτε σε οικοδομές και άλλοτε σε εργοστάσια.Μπόρεσε και μάζεψε κάποιες οικονομίες και αγόρασε δικό του σπίτι.Πάλι συνέχισε ίδιες δουλειές, αλλά με οικονομία κατάφερε να ανοίξει δικό του μαγαζί και συγκεκριμένα εστιατόριο μικρό αλλά καλό.
Στη συνέχεια μπόρεσε και μάζεψε  κάποια χρήματα και άνοιξε και δεύτερο και τρίτο και τέταρτο… μέχρι που έφτασε να έχει αλυσίδα εστιατορίων με το όνομα «Ακρόπολη» σε όλο το Αννόβερο.
Σήμερα έχει μια πολυμελή οικογένεια και μια μεγάλη περιουσία.Είναι ευχαριστημένος με όσα κατάφερε.

Σημείωση:η ιστορία του Γιάννη είναι αληθινή.



                     Οι Μετανάστες
Πώς μπορούν να φύγουνε σε άλλη χώρα,
τι τους κάνει να ελπίζουνε σ’ αυτή;
Όμως θα ΄ρθουν πάλι ελπιδοφόρα
και θα κάνουν την κυρά μου γελαστή.
Θα γυρίσουν πάλι τα παιδιά μας
από την χώρα τη φαρμακερή,
και θα έρθουν πίσω στην Ελλάδα
και θα αρχίσουν το γέλιο απ’ την αρχή.
Πώς μπορούν να επιβιώσουνε ξανά
δίχως χρήματα ,κουράγιο και δουλειά;
Μα δεν γίνεται να επιστρέψουνε κυρά
και να αφήσουν πίσω τους την ξενιτιά.
Έτσι κάνουνε και αυτοί οι μετανάστες
που δεν έχουνε να ζήσουν μ ’ακριβά,
μόνο η φτώχεια κυριεύει τα παιδιά
και συνέχεια τους σπαράζει την καρδιά.
Πώς μπορούν να ανταπεξέλθουν σ’ αυτά
και να ζήσουνε για πάντα φτωχικά;
Η προσποίηση του ωραίου δεν ταιριάζει
όταν ξέρεις ότι πας να λυτρωθείς
απ’ τα βάσανα της χώρας της μικρής.
Αχ, τα καημένα χελιδόνια
που μεταναστεύουν ξαφνικά
όταν πιάνει η μπόρα, το χαλάζι
πως θα βρούνε πάλι μια φωλιά;
Εύχομαι η ξενιτιά
να επουλώσει πάλι τα δεινά
που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν συχνά
από πολέμους , λύσσα και καθόλου ανθρωπιά.
Μην ανησυχείς κυρά,
η μετανάστευση δεν είναι κακομοιριά
τα παιδιά μας τα καλά
θα γυρίσουν στη πατρίδα τους ξανά
με γέλιο, αγάπη, ξεγνοιασιά
αλλά πάντα με χαρά.
                                                                       Σκόνδρα Βάλια

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Γράμμα ενός μετανάστη
Γράφει ο Δημήτρης Τσούτσας, μαθητής της Β' Γυμνασίου



Το γράμμα που ακολουθεί, υποτίθεται ότι είναι γραμμένο
από ένα μετανάστη τον Αλή. Το στέλνει στους γονείς του στο Πακιστάν.


Αγρίνιο 30/10/2014




Καλοί μου γονείς, σας στέλνω αυτό το γράμμα για να σας πω οτι είμαι καλά και αυτό επιθυμώ επίσης για εσάς. Εδώ στην Ελλάδα η οικονομία έχει κρίση, αλλά εγώ σχεδόν καθημερινά έχω μεροκάματο. Εδώ οι Έλληνες δεν δουλεύουν στα χωράφια και έτσι είναι εύκολο να βρω δουλειά και μάλιστα κάποιες μέρες δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν κάνω κάθε μέρα τα ίδια πράγματα. Κάποιες μέρες φορτώνω δέματα τριφύλλι, άλλες μαζεύω πορτοκάλια και ακτινίδια, καπνό κτλ.
Οι συνθήκες δουλειάς, είναι δύσκολες αφού πρέπει να δουλεύω σε πολύ ψηλές θερμοκρασίες, κάτω από τον ήλιο ή σε παγωνιά. Το μεροκάματο όμως είναι πολύ καλό για να περάσω εγώ αλλά να στείλω και σε εσάς. Να τα χαλάτε όλα τα λεφτά που σας στέλνω και να παίρνετε ότι θέλετε, εγώ όταν θα πληρώνομαι θα σας στέλνω συνέχεια. Ευτυχώς που ένα απο τα αφεντικά μου με αφήνει να κοιμάμαι στην αποθήκη το με τον όρo όμως να την προστατεύω απο τυχόν κλοπές. Όταν μαζέψω αρκετά λεφτά θα έρθω να σάς δώ. Μου λείπετε.....
Με αγάπη
Αλή.

Συνέντευξη από ένα Έλληνα μετανάστη στην Αμερική

  • Πώς  λέγεσαι;
Χρήστος  Καραμπάς
  • Από  πού  είσαι;
Από  το  Αγρίνιο  Αιτ/νίας.
  • Πότε  εγκατέλειψες  την  Ελλάδα;
Εγκατέλειψα  την  Ελλάδα  γύρω  στο  1980.
Πού πήγες;
Στην Αμερική
  • Γιατί  έφυγες;
Έφυγα, για  να  βρω  μια  καλύτερη  τύχη  σε  αυτή  την ξένη  χώρα.
  • Πώς  ένιωσες  όταν  έφυγες  από  την  Ελλάδα;
Αρχικά  στεναχωρήθηκα  πάρα  πολύ  γιατί  ήξερα ότι  είχα  αφήσει  πίσω  μία οικογένεια, η  οποία  πάντα  με περίμενε,αλλά όμως  αργότερα  το  ξεπέρασα.
  • Πώς  αντέδρασαν  οι συγγενείς  σου  όταν έφυγες;
Όλοι  στην  αρχή  με  παρακαλούσαν  για  να  μη φύγω  αλλά  όμως  στη  συνέχεια οι  περισσότεροι  με  παρότρυναν  να φύγω  για  να βρω  μία καλύτερη τύχη.
  • Έφυγες  μόνο ς σου  ή  με  την  οικογένειά  σου;
Έφυγα  μαζί  με  τον αδερφό  μου.
  • Γιατί  διάλεξες  αυτή  την  χώρα  για  να  εγκατασταθείς;
Διάλεξα  αυτή  τη  χώρα  με  το  σκεπτικό  ότι  ήταν  μία  πάρα  πολύ πλούσια  χώρα, αλλά  και  γιατί  πολλοί  αλλοί  Έλληνες  είχαν  πάει εκεί πιο  πριν απ΄ότι εγώ
  • Ποια  προβλήματα  αντιμετώπισες  στην  αρχή;
Το  μοναδικό  πρόβλημα  που  αντιμετώπησα  στην  αρχή  ήταν  κάποιες  ελαφρές  ασθένειες.
  • Πώς είναι  η  ζωή  σου  σήμερα;
Σήμερα  η  ζωή  μου  έχει  καλυτερέψει  πάρα  πολύ  και  δεν  αντιμετωπίζω  κανένα  οικονομικό  πρόβλημα  και είναι  αρκετά  καλύτερη  από  κάποιους  άλλους  Έλληνες  οι  οποίοι είχαν  παραμείνει  στην  Ελλάδα.
  • Βρήκες εύκολα εργασία; Τι  εργασία;
Βρήκα  πάρα  πολύ  εύκολα  δουλειά σε  ένα  εστιατόριο  ως  μάγειρας  διότι  υπήρξα  πάρα  πολύ  καλός  μάγειρας.
  • Αντιμετώπισες  ρατσισμό;
Όχι, όλοι με είχαν αποδεχθεί πλήρως  χωρίς  δεύτερη  σκέψη.
  • Είχες καλή  αμοιβή;
Είχα  πάρα  πολύ  καλή  αμοιβή,μέχρι  που κατάφερα  να  κάνω  τεράστια  αποταμίευση.
  • Πώς έμαθες  την  γλώσσα;
Η  γλώσσα  δεν   ήταν  και  τόσο  δύσκολη, ωστόσο, κατέβαλα  υπεράνθρωπες  προσπάθειες  για  να  καταφέρω  να  την  μάθω  έγκαιρα,
  • Γνώρισες  φίλους  εκεί;  Κάνατε  παρέα  με  ντόποιους;
Ναι,είχα  κάνει  πάρα  πολλούς  φίλους  εκεί,επίσης  τα  πήγαινα  πάρα  πολύ  καλά  με  τους  ντόποιους εκεί.
  • Σου  αρέσει  η  πόλη  που ζείς;
Ναι, η  Φιλαδέλφια, η πόλη  στην οποία μένω  και  εργάζομαι,  είναι  κατά  τη  γνώμη  μου  η  καλύτερη  πόλη  σε  ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
  • Νοσταλγείς  την  πατρίδα  σου;
Ναι, και  βεβαια  νοσταλγώ  την πατρίδα  μου.
  • Επικοινωνείς  με  τους  συγγενείς ,φίλους;
Σχεδόν  κάθε  εβδομάδα  στέλνω  και  από  ένα  e-mail στους  συγγενείς  μου.
  • Θέλεις  να  ξαναγυρίσεις  στην  πατρίδα  σου;
Εννοείται  ότι  θέλω,  αλλά  οι  υποχρεώσεις  δεν  μου το  επιτρέπουν.
  • Με  τι  μέσο  ταξίδεψες;
Ταξίδεψα  με  ένα  καράβι  το  οποίο  δεν  ήταν  και  σε  τόσο  καλή  κατάσταση.Μέχρι να  φτά σω  στην  Αμερική  μου  πήρε  γύρω  στους  δύο  με  τρεις  μήνες.

Γιάννης  Πλευρίτης, μαθητής Β2 Γυμνασίου

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Γκασμέντ Καπλάνι, «Δουλειά, δουλειά, δουλειά»

        Μετανάστης σημαίνει πολλά πράγματα. Αλλά προπαντός δουλειά. Στην ξενιτιά δεν πας για να κάνεις το μάγκα, αλλά για να μαζέψεις φράγκα. Θα κάνεις τα πάντα για να το πετύχεις. Θα κάνεις δυο και τρεις δουλειές τη μέρα, ανασφάλιστος, θα ρίξεις το μεροκάματο των ντόπιων, θα γίνεις απεργοσπάστης, αν χρειαστεί θα πουλάς κακομοιριά, για να αγγίξεις την καρδιά των εργοδοτών, μέχρι να καταλάβεις ότι πολλοί λίγοι τη διαθέτουν, θα στήνεσαι από τα χαράματα στην πλατεία Ομόνοιας, σαν βρόμικο άγαλμα που ξέχασαν να το πλύνουν τα συνεργεία του Δήμου. Θα κατοικείς σε τρώγλες, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι άτομα μαζί, καταργώντας τη διαφορά ανάμεσα στην κατοικία και το γουρουνοστάσιο. Θα τρως ψωμί και αλάτι, θα τρως σκέτο ψωμί. Θα σε πιάνει ο ύπνος πάντα στο λεωφορείο από την εξάντληση και την αϋπνία. Θα μυρίζεις ιδρώτα σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου, γιατί δε θα έχεις χρόνο να πλυθείς αλλά και γιατί δε θα θέλεις να κάνεις το ντους για να μην πληρώνεις ρεύμα. Ο πιο διάσημος τσιγκούνης σε σύγκριση με σένα θα μοιάζει κουβαρντάς. Θα μετράς τα χρήματά σου όπως μετρά ο αναιμικός τις σταγόνες αίματος. Δε θα ξοδεύεις τίποτα, δε θα αγοράζεις τίποτα, θα ζεις με τα ελάχιστα των ελαχίστων, θα χορταίνεις μόνο μετρώντας τα χρήματα και ακούγοντας πως για σένα υπάρχει και άλλη δουλειά, και άλλη, και άλλη.
         Και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβεις, θα νιώσεις πως οι δυνάμεις σου λιγοστεύουν, θα νιώσεις να σε χτυπά η αρθρίτιδα, θα αισθανθείς ύποπτους πόνους στα νεφρά, στην πλάτη, στην καρδιά. Θα είσαι τυχερός εάν προλάβεις την εγχείρηση. Πολλοί άλλοι δεν πρόλαβαν. Έφυγαν πάνω στη δουλειά, τους πλάκωσε κάποιος τοίχος, γιατί οι εργοδότες δεν πληρώνουν για μέτρα ασφαλείας. Γιατί καθώς είναι γνωστό ο μετανάστης πεθαίνει αθόρυβα, σαν τη μύγα…
[πηγή: Γκασμέντ Καπλάνι, Μικρό ημερολόγιο συνόρων, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2006, σ. 83-84]

Η ιστορία ενός νεοέλληνα μετανάστη …
Γράφει ο Αποστόλου Κωνσταντίνος, μαθητής Β Γυμνασίου
Ο Μάκης είναι ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους της χώρας μας ο οποίος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω την ανεργίας. Πίσω στα 15 του το μέλλον φαινόταν πολύ λαμπρό: Κορυφαίος μαθητής του Γυμνασίου ο οποίος αποφάσισε να ακολουθήσει την θετική κατεύθυνση στο Λύκειο. Όλοι είχαν μεγάλες προσδοκίες γι’αυτόν και περισσότερο ο ίδιος για τον εαυτό του. Όπως ομολογεί ο ίδιος σήμερα έδωσε μεγάλο αγώνα για να τα καταφέρει. Διάβαζε πολλές φορές μέχρι τα μεσάνυχτα, μερικές και πιο αργά, αλλά ακόμη πιστεύει ότι άξιζε τον κόπο.
Τον τελευταίο χρόνο του Λυκείου δεν βγήκε ούτε μια φορά για διασκέδαση έξω από το σπίτι του. Κατάφερε όμως τον τελικό του σκοπό: Στις τελικές εξετάσεις συγκέντρωσε 19.500 μόρια! Τότε ήρθε η ώρα οπου έπρεπε να σκεφτεί τι ήθελε να σπουδάσει και κατ’ επέκταση τι επάγγελμα ήθελε να ακολουθήσει στο μέλλον. Αποφάσισε λοιπόν να γίνει Πυρηνικός Φυσικός, ένα επάγγελμα το οποίο το μακρινό 2007 ήταν πολύ καλοπληρωμένο και σίγουρο ότι θα έβρισκε δουλειά.
Τα πρώτα χρόνια των σπουδών του δεν διέφεραν πολύ από τα μαθητικά χρόνια. Είχε πάρει υποτροφία από ένα γνωστό πανεπιστήμιο στην Αθήνα και είχε την ψυχολογική και οικονομική στήριξη των γονιών του. Μόνο το 2010 ένιωσε την οικονομική κρίση που είχε πλήξει την χώρα. Σε αυτήν οι γονείς του έμειναν άνεργοι, και τότε τα πράγματα δυσκόλεψαν... Ο Μάκης όμως πίστευε ότι μέχρι το καλοκαίρι του 2013 όταν θα αποφοιτούσε τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, ετσι ώστε να μπορέσει να βρεί μια καλοπληρωμένη δουλειά βασισμένη σε αυτό που είχε σπουδάσει.
Άνοιξη 2014. Η πολυετής κρίση έχει ως αποτέλεσμα η ανεργία των νέων να έχει φτάσει στα ύψη. Ο εικοσιπεντάχρονος πλέον Μάκης, αριστούχος πυρηνικός φυσικός, βλέπει ότι το «μέλλον» δεν είναι καθόλου όπως το φανταζόταν. Γι’αυτό, μετά από πολλούς μήνες σκέψεων, αποφασίζει να μετακομίσει στο εξωτερικό. Ήταν πολύ δύσκολο και γι’αυτόν αλλά και για τους γονείς του. “Πρέπει να γίνει” είπε χαρακτηριστικά στη μητέρα του… “Και θα σας επισκέπτομαι συχνά… Μην στεναχωριέσαι.”
Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού… ο Μάκης το απόγευμα θα έφευγε για τη μικρή πόλη κοντά στο Σακραμέντο της Αμερικής. Εκεί ζητούσαν βοηθούς εργαστηρίου… Η θέση δεν ήταν πολύ καλή, αλλά του παραχωρούσαν ένα μέρος να μείνει και επίσης πληρωνόταν καλύτερα από τα περισσότερες δουλείες στην Ελλάδα. Ο πατέρας του τον οδήγησε στο αεροδρόμιο… Η μητέρα του δεν ήθελε να έρθει, πίστευε ότι η καρδιά της δεν θα άντεχε τον αποχωρισμό. Εκεί στο αεροδρόμιο ο πατέρας του τον φίλησε, τον χαιρέτησε και μετά πήγε στο αυτοκίνητο. Εκεί έκλαψε για μερικά λεπτά. Μετά γύρισε στο σπίτι.
Ο Μάκης, δεκαπέντε ώρες μετά φτάνει στον προορισμό του, στο αεροδρόμιο του Λος Άντεζες και από’κει πέρα παίρνει το λεωφορείο. Όταν φτάνει στην μικρή πόλη κοντά στο Σακραμέντο, πηγαίνει κατευθείαν να συναντήσει τον εργοδότη του. Αυτός τον ξεναγεί στο εργαστήριο και στο σπίτι οπου του παραχωρούσαν να μείνει. Ξαφνιάστηκε. “Γιατί να δώσουν ένα τόσο μεγάλο διαμέρισμα σε έναν με μια τόσο «ασήμαντη» θέση σαν την δικιά μου;” αναρωτήθηκε. Ένα ακόμη πράγμα που του φάνηκε περίεργο είναι η κίνηση που είχε στην περιοχή. “Ούτε σαν Αθήνα” όπως λέει και ο ίδιος.
Την επόμενη μέρα πηγαίνει να δουλέψει στο εργαστήριο, για πρώτη φορά. Δούλευε έξι μέρες την εβδομάδα, σχετικά λίγες ώρες. Όλοι οι συνεργάτες του ήταν αρκετά φιλικοί, αλλα αυτός πάντα ένιωθε «περιττός». “Δεν ανήκω εδώ!”, έλεγε στην μητέρα του μέσω τηλεφώνου. “Κουράγιο…” του απάνταγε, ξέροντας ότι ο γιός της έκανε το σωστό.
Δύο μήνες μετά η δουλειά του Μάκη αρχίζει ν’αναγνωρίζεται από τους ανωτέρους του. Επίσης, έχει καλές σχέσεις με τον εργοδότη του. Αυτά του δίνουν κουράγιο να συνεχίσει, αλλα νιώθει συνέχεια στεναχωρημένος… Αποφάσισε να δεί ψυχολόγο. “Δεν ξέρω γιατρέ, αλλα δεν είμαι ευτυχισμένος εδώ… δεν ξέρω το γιατί. Έχω ότι πάντοτε ήθελα: Μια καλοπληρωμένη δουλειά, που σχετίζεται σε αυτό που έχω σπουδάσει.” “Μήπως πρέπει να διασκεδάσεις λιγάκι; Να γνωρίσεις νέους ανθρώπους;” τον ρωτάει ο γιατρός. Ο Μάκης τελικά αποφασίζει την επόμενη μέρα να επισκεφτεί το τοπικό μπάρ.
Η αλήθεια είναι ότι ένιωθε πολύ περίεργα μόνος του στο γεμάτο με άτομα μπάρ. Μετά από λίγα λεπτά φεύγει και κατευθύνεται στο σπίτι του. Όταν φτάνει στην εξώπορτα, βλέπει δύο άτομα να μεταφέρουν έπιπλα μέσα στην πολυκατοικία την οποία έμενε. Αφού του είπαν ότι μετακόμιζαν ακριβώς στο δίπλα από το δικό του διαμέρισμα, τους πρόσφερε βοήθεια, αλλα αυτοί αρνήθηκαν. Στο τέλος, όταν ανέβαινε τις σκάλες, τους άκουσε να ψιθυρίζει κάτι ο ένας στον άλλο. Η γλώσσα ακουγόταν γνωστή, αλλα δεν ήταν αγγλικά: Ήταν ελληνικά! Τότε τους ρώτησε: “Είστε έλληνες…;” Και αυτοί με έκπληξη απάντησαν Ναι. Τελικά κατέληξαν οι τρείς τους να μιλάνε όλο το βράδυ για διάφορα πράγματα… Ούτε αυτοί θυμούνται ακριβώς. Στο τέλος της βραδιάς κάποιος τους πρότεινε τις Κυριακές, οπου κανένας από τους τρείς δεν είχε δουλειά, να κάνουν εκδρομές και σε αυτές να εξερευνούν ένα μέρος της ευρύτερης περιοχής κάθε φορά. Όλοι τους αμέσως συμφώνησαν… τότε κατάλαβαν ότι θα γίνουν αχώριστοι φίλοι.
Από εκείνη τη μέρα και μετά, ο Μάκης συνέχεια χαμογελούσε. Κάθε Δευτέρα με Σάββατο έδινε τον καλύτερο εαυτό του στην δουλειά. Τις Κυριακές το πρωί και οι τρείς φίλοι :Μάκης, Δημήτρης και Χρήστος μαζεύονταν σε κάποιου το διαμέρισμα, και από εκεί έφευγαν κάθε φορά για ένα διαφορετικό προορισμό. Επισκέφτονταν κάθε φορά διαφορετικά μουσεία, γεύονταν διαφορετικές κουζίνες, έβλεπαν διαφορετικά μνημεία. Ένιωθαν ξανά σαν παιδιά…
Μισό χρόνο μετά τον αποχωρισμό απ’την πατρίδα ο Μάκης νιώθει πλέον ολοκληρωμένος. Η δουλειά του έχει αναγνωριστεί σε τέτοιο βαθμό έτσι ώστε έχει πάρει αύξηση. Η Κυριακάτικη συνάντηση τους δεν έχει σταματήσει. Επίσης την προηγούμενη εβδομάδα οι γονείς του του έκαναν μια επίσκεψη. “Πάντα πίστευα ότι διαβάζοντας και έτσι βρίσκοντας μια καλή δουλειά θα γινόμουν ευτυχισμένος, αλλα είχα άδικο. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μια παρέα θα μου έφερνε πραγματική ευτυχία”, λέει στους γονείς του. Και αυτοί είχαν κάτι ακόμη ευχάριστο να του ανακοινώσουν: Ο αγαπημένος ξάδερφός του, ο Κώστας, βρήκε και αυτός μια δουλειά στην ίδια πόλη που διέμενε και ο ίδιος. Τρελάθηκε από την χαρά του. Τελικά η μετανάστευση σε μια νέα πατρίδα, την Αμερική, έκανε τον Μάκη χαρούμενο  τόσο, όσο δεν είχε ποτέ φανταστεί.
Η ιστορία της γιαγιάς μου
Η γιαγιά μου έφυγε από τη ζωή το 2008.Λεγόταν Σωτηρία Μασαλή Ρηγάλου. Καταγόταν από την Μπαμπίνη Ξηρομέρου. Όταν έγινε είκοσι ενός χρόνων αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Της έκανε πρόσκληση ο αδερφός της ο Θανάσης γιατί μόνο έτσι  να πάει ως μετανάστρια στη Γερμανία. Έφυγε οικειοθελώς γιατί τα οικονομικά της οικογένειας ήταν πολύ άσχημα. Όπως μου είπε η γιαγιά μου και η μητέρα μου, ο φόβος και η αγωνία ήταν τα δύο συναισθήματα που κυριαρχούσαν όταν θα ξεκινούσε για το ταξίδι .Αν και οι συγγενείς της διαφωνούσαν με αυτή την απόφαση η ίδια ήταν πεπεισμένη να ταξιδέψει, Έφυγε μόνη της    και στη Γερμανία την περίμεναν τα δύο αδέλφια της ο Σπύρος και ο Θανάσης. Αυτοί δούλευαν σε εργοστάσιο επεξεργασίας δέρματος και εκεί θα εργαζόταν και η ίδια.
Μάλιστα θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε εξιστορήσει και χαμογελούσε αναπολώντας. Ο παππούς μου ο Θανάσης της είχε πει ότι θα την περίμενε στο σταθμό των τρένων όταν θα έφτανε. Όμως κατά την άφιξή της εξεπλάγη γιατί δεν ήταν κανένα γνωστό της πρόσωπο εκεί , μόνη σε μια ξένη χώρα χωρίς να μπορεί να μιλήσει με κανέναν. Ξαφνικά την πλησίασε ένας κύριος, της μίλησε στα ελληνικά και την ρώτησε πως την λένε. Εκείνη απάντησε διστακτικά και φοβισμένα. Ο κύριος της εξήγησε πως ήταν απεσταλμένος του αδελφού της για να την πάει σε αυτόν, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να βρεθεί εκεί , εκείνη τη στιγμή. Τελικά αφού δεν είχε άλλη επιλογή φοβισμένη και γεμάτη αγωνία αποφάσισε να τον ακολουθήσει .Πράγματι ην οδήγησε στον αδερφό της.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε εκεί ήταν η γερμανική γλώσσα και η δυσκολία επικοινωνίας με τους ανθρώπους γύρω της. Εργάστηκε αμέσως στο ίδιο εργοστάσιο με τα αδέρφια της και σιγά σιγά άρχισε να μιλά τα γερμανικά. Η αλήθεια είναι ότι αντιμετώπισε ρατσισμό όχι μόνο από τους ντόπιους αλλά και από ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων που της  φέρονταν υποτιμητικά.
Στο εργοστάσιο που εργαζόταν  είχε πολύ καλή αμοιβή.  Δεν ξέρω ακριβώς πόσα χρήματα έπαιρνε αλλά αυτό που μου είχε τονίσει ήταν ότι πληρωνόταν σε Μάρκα τα οποία είχαν μεγάλη αξία στην Ελλάδα, Είχε αναπτύξει καλές  σχέσεις με τους ομογενείς, έβγαιναν όλοι μαζί και γλεντούσαν ή μαζεύονταν σε σπίτια. Μέχρι τότε ζούσε με τα αδέρφια της.
Έπειτα από δύο χρόνια ήρθε στην Ελλάδα διακοπές. Μετά από προξενιό, όπως συνηθιζόταν τότε, και με ενός μήνα αρραβώνα παντρεύτηκε τον παππού μου, ο οποίος εργαζόταν και αυτός στη Γερμανία. Όταν επέτρεψαν στη Γερμανία ζούσαν σε ένα δωμάτιο που τους είχε παραχωρήσει ο εργοδότης τους, χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο. Η γιαγιά   μου όταν γέννησε τον θειο μου , αναγκάστηκε να τον αφήσει στα πεθερικά της , στην Ελλάδα για δύο χρόνια. Οι γονείς νοσταλγούσαν το γιο τους και την πατρίδα τους  και περνούσαν δύσκολα .Η επικοινωνία με την Ελλάδα γινόταν με γράμματα και card postal αφού στο χωριό τότε δεν υπήρχε τηλέφωνο.
Το ταξίδι από την Ελλάδα στη Γερμανία διαρκούσε  περίπου τρεις ημέρες, Έφταναν με λεωφορείο στην Πάτρα, έπαιρναν από εκεί το πλοίο για την Ιταλία και τέλος το τρένο για τη Γερμανία. Έμεναν στην Στουτγάρδη όπου και γεννήθηκε η μητέρα μου. Ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να μεγαλώσουν τα παιδιά  τους , αφού και οι δύο εργάζονταν στο εργοστάσιο, κάποια στιγμή βέβαια κανόνισαν τις βάρδιες τους με τέτοιο τρόπο ώστε ο ένας γονιός να μένει με τα παιδιά.
Η ζωή στη Γερμανία δεν είχε καμιά σχέση με αυτή του χωριού, Ήταν προσεγμένη η ενδυμασία τους και καθώς έλεγε ο παππούς μου που πέθανε το 2009, κάθε πρωί έκανε μπάνιο, ξυριζόταν και φρόντιζε η συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους να είναι πάντα σωστή. Αξίζει να αναφέρω ότι ο παππούς μου είχε μεγάλη αδυναμία στο καζίνο. Κατάφερε όμως μαζί με τη γιαγιά μου από το μηδέν να φτιάξουν μια μικρή περιουσία.
Οι συνθήκες ζωής στη Γερμανία ήταν καλές αλλά αποφάσισαν να γυρίσουν το 1976 ύστερα από δώδεκα χρόνια  για λόγους υγείας και αφού κατάφεραν εδώ στην Ελλάδα να φτιάξουν το δικό τους σπίτι .
Τέλος αυτό που θυμάται έντονα η μητέρα μου από τον παππού μου είναι ότι συχνά της έλεγε : ‘’Μια ζωή δική σου, μια μέρα δική μου στη Γερμανία’’, εννοώντας ότι είχε χορτάσει από εμπειρίες ζωής.
                         
                    Σαλαγιάννης Δημήτρης ,Mαθητής



Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014



ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Είναι άνθρωποι πονεμένοι που έχουν βγει στην ξενιτιά,
Άνθρωποι διωγμένοι, συνήθως με παιδιά…
Κουβαλούν πάντα ένα στόχο, μια ελπίδα
Κι έτσι φεύγουν για τη νέα πατρίδα.
Έχουν ένα καημό, πίσω να γυρίσουν…
Φτώχεια και ανέχεια να μην ξαναντικρύσουν!
Οι δυσκολίες είναι αρκετές,
Τα προβλήματα πολλά…
Μα έχουν δυνατές ψυχές
Και σκληρή καρδιά…

Μαρία Σαρδέλη, μαθήτρια Γ Γυμνασίου
Μέλος της Πολιτιστικής Ομάδας