ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Αξιοποίηση Προφορικών
μαρτυριών
Στα πλαίσια του Πολιτιστικού Προγράμματος αξιοποιήθηκε και η Προφορική
Ιστορία.
Η προσφυγή στις προφορικές μαρτυρίες,
αποτελεί ένα τρόπο αναζήτησης και καταγραφής πληροφοριών, κυρίως όσων είναι
δύσκολο ή και αδύνατον να συμπληρωθούν από άλλες πηγές.
Ως υπεύθυνη του προγράμματος
ενθάρρυνα και προέτρεψα τα παιδιά να πάρουν συνεντεύξεις, αφού συνδιαμορφώσαμε
ένα ενδεικτικό ερωτηματολόγιο…
Από την πολύχρονη εμπειρία μου σε
ερευνητικές εργασίες και σχολικές δραστηριότητες συμπεραίνω, ότι οι προφορικές
μαρτυρίες προκαλούν πιο άμεσα το ενδιαφέρον των μαθητών. Δεν είναι υπερβολή να
πω, ότι γοητεύουν τα παιδιά, που ανακαλύπτουν τη γνώση με ένα διαφορετικό
τρόπο από το συνηθισμένο, την ανάγνωση ενός
βιβλίου…
Κατά τη διάρκεια του Πολιτιστικού
προγράμματος λοιπόν, μαθητές και μαθήτριες κατέγραψαν προφορικές συνεντεύξεις
από γονείς, γιαγιάδες, παππούδες, καθηγητές, γείτονες κ.ά.
Καπνός, καπνοκαλλιέργεια, καπναποθήκες, καπνοπαραγωγοί, καπνεργάτες,
καπνεργάτριες, καπνεμπόριο και Παπαστράτος… αποτελούν λέξεις κλειδιά!
Μ.Α.
Παραθέτουμε μερικές συνεντεύξεις που έχουν
απομαγνητοφωνηθεί μέχρι τώρα:
v
ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΙΔΕΡΗ
Η προσωπική μου
εμπειρία σχετικά με την εργασία στα καπνά:
Ήμουν μικρή όταν οι
δικοί μου δούλευαν στα καπνά. Δεν θυμάμαι να με έπαιρναν μαζί τους, γιατί ήταν
κουραστικό. Είχε ζέστη και είχε φίδια στο χωράφι. Ήμουν μόνο τριών χρονών, αλλά
παρόλα αυτά θυμάμαι κάποιες εικόνες:
Όπως αυτή που φυτεύαμε
καπνό με το τρακτέρ και το φυντάνι με μια μηχανή που ποτέ δεν έμαθα πως τη
λένε.
Μόνο μια φορά με πήραν
στο χωράφι ύστερα από τρία ποτήρια κλάμα! Ήθελα κι εγώ να δω τι ήταν αυτό που
με χώριζε όλη τη μέρα από τους γονείς μου και καθόμουν στη γιαγιά μου.
Δεν μου άρεσε που τους
έβλεπα να κουράζονται, να ιδρώνουν, να ζεσταίνονται.
Αντίθετα εκείνοι το
διασκέδαζαν αφού είχαν τον τότε 14 χρονών αδελφό μου να τους κάνει φάρσες και
να τους λέει αστεία, που κι εγώ γελούσα κι ας μην καταλάβαινα τι ήταν.
Ύστερα από ένα χρόνο η
καλλιέργεια του καπνού θα απαγορευτεί. Πολλές οικογένειες θα πέσουν οικονομικά
και θα γυρίσουν από εκεί που άρχισαν. Οικονομικά θα τους «φροντίσει» το κράτος
δίνοντάς τους επιδοτήσεις.
Λίγα χρόνια αργότερα το 2012-13 επιστρέφει ο κόσμος στην
καπνοκαλλιέργεια, αφού δεν έχουν ούτε να φάνε!
Εμείς ξαναξεκινήσαμε
φέτος το καλοκαίρι. Ήθελα κι εγώ να βοηθήσω να βγάλουμε το ψωμί μας. Έτσι κι
έγινε.
Δεν φοβόμουν την ιδέα
της κούρασης, αλλά στεναχωρήθηκα πολύ που χάσαμε όλο το καλοκαίρι στη δουλειά. Ούτε
ένα μπάνιο στη Λευκάδα φέτος. Έμεινε κλειστό το σπίτι. Όλο το καλοκαίρι οι
γονείς μου ήταν με την ψυχή στο στόμα μην μας πιάσουν…
Οι διαδικασίες
ξεκίνησαν από το Μάρτιο και τελείωσαν τον Αύγουστο.
Δεν ήταν καθημερινή η
απασχόληση, αλλά δεν μπορούσες και να λείψεις.
Ήμουν πολύ χαρούμενη
που θα ξεκινούσαμε κάτι όλοι μαζί.
Την πρώτη εβδομάδα με
πονούσε το κορμί μου. Μη σας πω ότι απ’ τη χαρά μου δούλευα εγώ πιο πολύ από
όλους. Μετά τη δεύτερη εβδομάδα άρχισα να κουράζομαι. Να κάνω τα πάντα πλέον με
τεμπελιά.
«Άντε ήπιες νερό τι μ’ στρώθ’κες κατά’ής;», έλεγε και
ξανάλεγε η γιαγιά μου.
Ζεσταινόμουνα και
βαριόμουνα. Αυτό που δεν παλευόταν άλλο ήταν οι ακρίδες. Και μόνο στη σκέψη
ανατριχιάζω πάλι.
Αν δεν είχαμε και τον
24 χρονών πλέον θείο μου να μας κάνει πλάκα για να γελάμε, όταν κουραζόμασταν,
θα αργούσαμε πιο πολύ.
Παρόλα αυτά δεν θα
έλεγα όχι να ξαναβάζαμε καπνά και του χρόνου.
[Προφορική αφήγηση
Ουρανίας Σιδέρη, μαθήτριας Β2 Δεκέμβριος 2013]
v
AΡΕΤΗ ΜΑΚΡΗ
Ονομάζομαι Αρετή Μακρή και γεννήθηκα
στο Χαλκιόπουλο Βάλτου, στις 4 Φεβρουαρίου 1971.Ξεκίνησα να δουλεύω στις
καπναποθήκες Παπαστράτου στη Μεγάλη Χώρα [Ζαπάντι] το 1992.Μέσα σε δυο χρόνια
σταμάτησα να δουλεύω, γιατί οι αποθήκες έκλεισαν.
Ποια ήταν η εργασία σου; Μπορείς να μου περιγράψεις;
Λοιπόν, περνούσε το λεωφορείο του Παπαστράτου για να μας μεταφέρει από τα
σπίτια στις καπναποθήκες και το αντίστροφο. Στην αρχή δούλευα σ΄ ένα μεγάλο
πάγκο, ξεφύλλιζα τον καπνό από τις αρμάθες φύλλο – φύλλο και τον καθάριζα. Σε
κάθε πάγκο δούλευαν δύο γυναίκες. Αργότερα πήγα εκεί που έβγαιναν οι τόγκες,
δηλαδή τα δέματα που φτιάχναμε, όταν έβγαινε ο καπνός απ’ τις μηχανές. Εγώ
έραβα τις τόγκες.
Στις καπναποθήκες εργάζονταν πολλοί;
Υπήρχαν τρεις βάρδιες:
Μία από τις 5:30 το πρωί μέχρι τις 2το μεσημέρι, μία από τις 2 μέχρι τις
10 το βράδυ και μια νυχτερινή από τις 10 μέχρι τις 5:30 το πρωί.
Σε κάθε βάρδια δούλευαν 350 άτομα, άνδρες και γυναίκες. Εργάτες έρχονταν
από το Αγρίνιο και από τα γύρω χωριά.
Υπήρχαν εκεί εργαλεία, μηχανήματα;
Ναι. Υπήρχε ένας ιμάντας που περνούσε μπροστά μας και καθαρίζαμε τον καπνό.
Συνέχιζε μέχρι τις τόγκες.
Μετά φορτώνανε τον καπνό σε φορτηγά και τον στέλνανε σε άλλο εργοστάσιο
να κοπεί και να γίνει τσιγάρα.
Ποιες συνθήκες ήταν στην καπναποθήκη;
Το κτήριο ήταν ευρύχωρο με μικρά παράθυρα για να μην χαλάει ο καπνός. Είχαμε
κυλικείο και κάναμε ένα διάλειμμα, γύρω στο ένα τέταρτο, για φαγητό.
Ο καπνός μύριζε πολύ έντονα κι αυτό είχε επιπτώσεις στην υγεία. Οι
περισσότεροι, οι πιο μεγάλοι κυρίως, έχουν πεθάνει από τον καπνό.
Ποιες οι σχέσεις μεταξύ σας και με τ’ αφεντικά;
Οι σχέσεις μας ήταν καλές. Αναπτύξαμε φιλίες με τους εργαζόμενους. Και με
το αφεντικό καλά τα πηγαίναμε. Ήταν απαιτητικός στη δουλειά αλλά ήταν καλός
μαζί μας.
Πληρωνόσασταν ικανοποιητικά;
Ναι. Ο μισθός που παίρναμε ήταν ικανοποιητικός. Παίρναμε 250.000δραχμές
το μήνα και παίρναμε και τα δώρα μας στις γιορτές.
Απεργίες
κάνατε;
Απεργίες δεν κάναμε. Ήμασταν
όλοι ικανοποιημένοι με τη δουλειά και
την αμοιβή μας.
Δούλευες και
στα χωράφια;
Ναι. Είχαμε και δικά
μας καπνά. Νοικιάζαμε χωράφια και φυτεύαμε. Μαζεύαμε κάθε χρόνο από την κορυφή του καπνού το σπόρο. Τον ξηραίναμε
και τον σπέρναμε τον Απρίλιο σ’ ένα κομμάτι του χωραφιού. Το σπόρο που είχε
πετάξει βλαστό τον λέγαμε φυντάνι. Σ’ ένα μήνα περίπου αυτό μεγάλωνε,
σκεπασμένο με νάυλον.
Ύστερα το βγάζαμε από
τις φυντανιές και το φυτεύαμε στο χωράφι. Το σκαλίζαμε το ποτίζαμε κάθε 15
μέρες.
Σε ένα μήνα μαζεύαμε το
πρώτο χέρι ή το πατόφυλλο. Δηλαδή μαζεύαμε 3-4 φύλλα καπνού από τον πάτο του
φυτού. Μετά μαζεύαμε δεύτερο χέρι, τρίτο, τέταρτο και τέλος το κορφόφυλλο. Μαζεύαμε
ένα χέρι κάθε βδομάδα.
Τον καπνό που μαζεύαμε
τον αρμαθιάζαμε. Κάθε αρμάθα καπνό ήταν
περίπου 1-1,5 μέτρο.
Μετά τον βάζαμε σε
σιδερένιες λιάστρες και τον σκεπάζαμε με νάυλον, για να ξεραίνεται πιο γρήγορα.
Όταν ξεραινόταν, τον
φτιάχναμε «βαντάκια», δηλ. δέναμε τις αρμάθες δέκα- δέκα και το χειμώνα που
είχε υγρασία να μην τρίβεται τον φτιάχναμε δέματα και τον δίναμε στον Παπαστράτο.
Υπήρχαν πολλά
είδη καπνού;
Υπήρχε το τσεμπέλι, το
μυρωδάτο, το βιρτζίνι, το σίγμα, ο μπασμάς… Εμείς είχαμε τσεμπέλι!
Είχατε καπνό
πριν τη δουλειά στον Παπαστράτο ή μετά;
Πρώτα πήγα στο
εργοστάσιο και κατά τη διάρκεια της δουλειάς μου εκεί είχαμε και δικά μας
καπνά.
Θα ήθελες να
ανοίξουν ξανά σήμερα οι καπναποθήκες;
Ναι, φυσικά. Πολύς
κόσμος θα είχε δουλειά και θα είχαμε μεγαλύτερο εισόδημα.
Ευχαριστώ
πολύ μαμά, για τη βοήθειά σου!
[Προφορική συνέντευξη της Αρετής Μακρή-Καλογεράκη στην κόρη της Θεοδώρα,
μαθήτρια Γ1]
v
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΤΣΑΤΣΟΥ
[προφορική συνέντευξη της καπνεργάτριας Αικατερίνης
Τσάτσου στον εγγονό της Σπύρο Σαμαρά, μαθητή Β’ τάξης Γυμνασίου. Νοέμβριος
2013]
Προφορική συνέντευξη της
Κωνσταντίνας Κατσαρού
στην εγγονή της Σαρδέλη Μαρία,
μαθήτρια Β 2 Γυμνασίου
- Πού
γεννηθήκατε; Πότε;
Γεννήθηκα
το 1948 στα Ελληνικά Μεσολογγίου.
- Εργαστήκατε
στον καπνό;
Όλα μου τα χρόνια τα πέρασα
και παράγοντας καπνό και δουλεύοντας ως καπνεργάτισσα στις καπναποθήκες.
- Τι ακριβώς;
Καλλιεργούσατε στα χωράφια ή εργαστήκατε στις καπναποθήκες;
Πέρασα
και από τα δύο επαγγέλματα.
- Πώς ήταν η εργασία σας; Μπορείτε να
μας περιγράψετε;
Πρώτα θα σας περιγράψω την
εμπειρία του καπνοπαραγωγού που έχω. Ξεκινούσαμε απ’ τον Φεβρουάριο βάζοντας
τον σπόρο να γίνει, ώστε να το φτιάξουμε φιντάνι. Έπειτα το φιντάνι το βγάζαμε,
οργώναμε το χωράφι με το ΑΛΟΓΟ και με το αλέτρι και το φυτεύαμε. Μετά το
σκαλίζαμε και στις αρχές του καλοκαιριού κάθε βράδυ το μαζεύαμε. Στη συνέχεια
πηγαίναμε όλοι στο σπίτι, καθόμασταν κάτω στην αυλή και το περνούσαμε με την
βελόνα στην κλωστή. Ύστερα, το τοποθετούσαμε στον ήλιο και όταν ξεραίνονταν το
μαζεύαμε, το κρεμούσαμε στις αποθήκες αφού το έχουμε κάνει βαντάκια. Το
χειμώνα, που μαλάκωνε το κάναμε δέματα. Τέλος έρχονταν οι καπνέμποροι, το
έλεγχαν και άμα είχες καλό κίτρινο καπνό
σου έδιναν περισσότερα χρήματα.
Και τώρα θα σας διηγηθώ το
επάγγελμά μου ως καπνεργάτισσα. Ξεκινούσα από τις 5 το πρωί έως τις 2 όπου ήταν
η δική μου βάρδια. Υπήρχε πάρα πολύ έντονη μυρωδιά. Εγώ καθάριζα τα φύλλα.
Έβγαζα τα σάπια-μαύρα από τα κίτρινα. Είχε τόση πολλή σκόνη και ζέστη, που όταν
έβγαινες έξω τίναζες το χέρι σου και έβγαζε σκόνη.
- Στις καπναποθήκες εργάζονταν πολλοί;
Άντρες, γυναίκες, παιδιά;
Το επάγγελμα αυτό
απασχολούσε άτομα άνω των 18 ετών. Πάνω από χίλια εργατικά χέρια έβγαζαν το
ψωμί τους απ’ τα καπνά. Άνδρες και γυναίκες εργάζονταν.
- Υπήρχαν εκεί εργαλεία, μηχανήματα;
Βεβαίως και υπήρχαν
μηχανήματα. Ήταν τα υγραντήρια, τα ταπί, οι μηχανές που έκαναν τα δέματα και οι
μηχανές που τα πρεσάρζανε (έφτιαχναν δηλαδή τις τόγκες).
- Ποιες συνθήκες επικρατούσαν στην
καπναποθήκη;
Είχαν επιπτώσεις στην υγεία σας;
Η σκόνη που σου δημιουργούσε
βρογχίτιδα ακόμα και καρκίνο!
- Ποιες οι σχέσεις μεταξύ σας με τα
αφεντικά;
Πάρα πολύ καλές σχέσεις. Δεν
είχαμε κανένα παράπονο.
- Πληρωνόσασταν ικανοποιητικά;
Ναι, πάρα πολύ
ικανοποιητικά. Ήμουν πάρα πολύ ευχαριστημένη. Έπαιρνα 250 χιλιάρικα το μήνα,
που τότε ήταν ΠΟΛΥ καλά λεφτά.
- Απεργίες κάνατε; Θυμάστε κάποια
μεγάλη;
Απεργίες, όχι δεν κάναμε.
Διότι δεν είχαμε λόγο να διαμαρτυρηθούμε. Ήταν όλα μια χαρά.
- Θα θέλατε ν’ ανοίξουν σήμερα οι
καπναποθήκες;
Βεβαίως θα ήθελα. Όλοι
πιστεύω θα το επιθυμούσαν. Ένας λόγος είναι επειδή δεν υπάρχουν δουλειές εδώ
στο Αγρίνιο. Τόσες οικογένειες έζησαν με αυτή τη δουλειά...
v
Προφορική συνέντευξη από την κυρία Ελένη Κρίκου στην
μαθήτρια
Ελένη Κουτούκη
-Που γεννηθήκατε; Πότε;
-Γεννήθηκα στο Αγρίνιο. Το 1957.
-Εργαστήκατε στα καπνά;
-Ναι, εργάστηκα.
-Καλλιεργούσατε στα χωράφια;
-Ναι, είχαμε δικά μας χωράφια και βάζαμε καπνό.
-Μπορείτε να μας περιγράψετε τα διάφορα στάδια της καπνοκαλλιέργειας;
-Πρώτα, παίρναμε το σπόρο και τον σπέρναμε σε βραγιές. Το σπόρο τον βάζαμε
και έκλωθε και μετά τον σπέρναμε και τον σκεπάζαμε από επάνω με νάιλον για να
φυτρώσει γρήγορα. Για να γίνει το φιντάνι χρειάζονταν τρεις μήνες αφού οργώναμε
τα χωράφια. Το σκαλίζαμε, το ποτίζαμε μέχρι να γίνουν για να τα μαζέψουμε και
όταν αρχίζαμε να τα μαζεύουμε τα περνάγαμε 4 χέρια. Το φέρναμε στο σπίτι τα
αρμαθιάζαμε με βελόνες αργότερα πήραμε και μηχανές αρμαθιάσματος. Μετά το βάζαμε
στις λιάστρες και ύστερα τα παίρναμε και τα φτιάχναμε δέματα για να τα
πουλήσουμε στον έμπορο και αυτός με τη σειρά του να τα δώσει στο εργοστάσιο για
να τα φτιάξουν τσιγάρα.
-Ποια ήταν η δυσκολότερη φάση;
-΄Οταν τα μαζεύαμε.
-Γιατί ήταν τόσο δύσκολη;
-Γιατί έπρεπε να σηκωθούμε πολύ πρωί γιατί άμα έβγαινε ο ήλιος τα καπνά
μαραίνονταν και δεν μπορούσαμε να τα μάσουμε.
-Εργάζονταν όλα τα μέλη της οικογένειας στα καπνά;
-Ναι, όλα τα μέλη της οικογένειας για να τα βγάλουμε πιο γρήγορα.
-Άφηνε κέρδος ικανοποιητικό ο καπνός;
-Για την εποχή αυτή άφηνε.
-Πότε εγκαταλείψατε την καπνοκαλλιέργεια; Γιατί;
-Την σταματήσαμε το 1992 γιατί δεν είχαν καλή τιμή πια.
-Τώρα με τι ασχολείστε;
-Με τα οικιακά και τις ελιές.
-Θα θέλατε να ξαναγυρίσετε στην καπνοκαλλιέργεια;
-Ναι, γιατί έχεις μαζεμένη την οικογένεια σου.
-Και κάτι τελευταίο, υπήρχε κίνδυνος υγείας στα καπνά;
-Ναι, από τα φάρμακα από τα έντομα και από τα φίδια. Ακόμη και από την
σκόνη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που βρήκαμε φίδι κάτω από τον καπνό.
v
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ
ΠΑΝΤΙΟΡΑ ΚΑΛΛΙΡΟΗ ΣΤΗ ΜΑΘΗΤΡΙΑ
ΠΑΡΑ ΚΑΛΛΙΡΟΗ
-Πού γεννηθήκατε και πότε;
-Γεννήθηκα στη Λυσιμαχεία, σε ένα χωριό του
Αγρινίου, το 1945.
-Εργαστήκατε στα καπνά;
-Ναι, εργάστηκα και για αρκετά χρόνια.
-Καλλιεργούσατε στα χωράφια;
-Ναι, καλλιεργούσα στα χωράφια, τα οποία ήταν
15-20 στρέμματα.
-Μπορείτε να μας περιγράψετε τα διάφορα
στάδια της καπνοκαλλιέργειας;
-Το Φεβρουάριο βάζαμε το φυντάνι και το
σπέρναμε στις βρεές και μετά από 40 μέρες το πηγαίναμε στα χωράφια και το
φυτεύαμε. Μετά από ένα μήνα πηγαίναμε και το μαζεύαμε, το πηγαίναμε σπίτι και
τα αρμαθιάζαμε με τις βελόνες και το φτιάχναμε αρμάθες και το απλώναμε στις
λιάστρες. Μετά το φτιάχναμε βαντάκια και τον Οκτώβριο με Νοέμβριο που έπιαναν
οι βροχές ήταν έτοιμα, γιατί ο καπνός είχε μαλακώσει.
-Ποια ήταν η δυσκολότερη φάση και γιατί;
-Η δυσκολότερη φάση ήταν το μάζεμα, γιατί
έπρεπε να σηκωθούμε πολύ νωρίς το πρωί.
-Εργάζονταν όλα τα μέλη της οικογένειας στα
καπνά;
-Ναι, όλα οι γονείς μου και τα 5 αδέρφια μου.
-Άφηνε κέρδος ικανοποιητικό ο καπνός;
-Για εκείνη την εποχή άφηνε αρκετά ικανοποιητικό
κέρδος.
-Πότε εγκαταλείψατε την καπνοκαλλιέργεια και
γιατί;
-Εγκατέλειψα την καπνοκαλλιέργεια το
1967,γιατί παντρεύτηκα.
-Τώρα με τι ασχολείστε;
-Τώρα ασχολούμαι με τα οικιακά και με την
καλλιέργεια ελιάς.
-Θα θέλατε να ξαναγυρίσετε στην καπνοκαλλιέργεια;
-Φυσικά και θα ήθελα ,όχι για εμένα αλλά για τους νέους
,γιατί θα έχει ικανοποιητικό κέρδος ειδικά στην εποχή που βρισκόμαστε.
ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ
ΤΟΝ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΑΝΔΡΕΣΣΑ
Της μαθήτριας Κατερίνας
Ανδρέσσα.
Πού
γεννηθήκατε και πότε;
Γεννήθηκα
στο Δοκίμι Αγρινίου το 1965.
Εργαστήκατε
στον καπνό;
Ναι,
δούλευα στον καπνό από μικρό παιδί, ήμουν δεν ήμουν 7 ετών.
Τι
ακριβώς;
Καλλιεργούσατε
στα χωράφια ή εργαστήκατε στις καπναποθήκες;
Στα
χωράφια καλλιεργούσαμε καπνό κάθε καλοκαίρι. Βέβαια, η προετοιμασία ξεκινούσε
από την άνοιξη.
Πώς
ήταν η εργασία σας, μπορείτε να μας την περιγράψετε;
Κάθε
χρόνο όταν τελείωνε το μάζεμα του καπνού, μαζεύαμε το σπόρο για την επόμενη
χρονιά. Όταν ερχόταν η άνοιξη, φυτεύαμε τους σπόρους του καπνού και φτιάχναμε
τα φυντάνια ( δηλαδή τα φυτώρια για τη νέα σοδειά). Μόλις αναπτυσσόταν στους
περίπου 8 πόντους, το μεταφυτεύαμε στα χωράφια. Την εποχή εκείνη, που ήμουνα
περίπου εφτά χρονών, δεν υπήρχαν μηχανές φύτευσης και έτσι το φύτεμα γινόταν
κουραστικό. Με ένα σουφλερό εργαλείο ανοίγαμε τρύπα στο χώμα και φυτεύαμε το
φυντάνι. Μετά από δύο εβδομάδες περίπου, το σκαλίζαμε γιατί είχαν φυτρώσει
ζιζάνια, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί. Το σκάλισμα γινόταν νωρίς το πρωί ή το
απόγευμα. Τι κουραστική δουλειά! Εγώ έκανα τις βοηθητικές δουλειές γιατί ήμουν
μικρός. Και έφτανε η ώρα του μαζέματος. Πόσο ήθελα να κοιμηθώ τα πρωινά που με
ξυπνούσε η μάνα μου για να φύγουμε για το χωράφι… Εγώ κουβαλούσα τα φύλλα με ένα
καροτσάκι μέχρι το σπίτι.
Το
μάζεμα ξεκινούσε από το τελευταίο φύλλο, που λεγόταν πατόφυλλο και σταδιακά,
προχωρούσε το μάζεμα μέχρι το κορφόφυλλο. Η ζέστη μας εξαντλούσε μα αυτή ήταν η
δουλειά μας. Και μετά στην αυλή του σπιτιού, γινόταν το αρμάθιασμα. Αφού τα
κάναμε βαντάκια, τα βάζαμε στις λιάστρες να ξεραθούν. Σε κανά δυο βδομάδες ήταν
έτοιμα να τα κάνουμε δέματα. Μετά τα βάζαμε στην αποθήκη να μαλακώσουν και να
έρθει ο έμπορος να τα πάρει.
Υπήρχαν
ικανοποιητικές αμοιβές;
Οι
αμοιβές ήταν καλές απ’ ότι έλεγαν οι
γονείς μου. Αργότερα τα χρήματα από τον καπνό, όχι μόνο μας συντηρούσαν, αλλά
περίσσευαν και βάζαμε στην άκρη. Θυμάμαι και κάποιες χρονιές, όμως, που από
δικιά μας απροσεξία ο καπνός χάλασε και δεν πήραμε φράγκο. Αλλά αυτό ήταν
σπάνιο στα τόσα χρόνια που έζησα από κοντά την καλλιέργεια του καπνού.