Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν, Έλλη Αλεξίου
Δημιουργική Γραφή: Ένα διαφορετικό τέλος
Διδάσκει: η  Μαρία Ν. Αγγέλη

Γράφει: η Διονυσία Γεωργίου, μαθήτρια 2ου Γυμνασίου Αγρινίου

      …Οι μέρες περνούσαν. Πέρασε και η πρωτοχρονιά και κόντευαν τα Φώτα. Ο μικρός Πέτρος μαζί με την αδελφούλα του την Αγγελικούλα είχαν απελπιστεί. Ένα βράδυ ο Πέτρος έφυγε κρυφά από το σπίτι. Με τα λιωμένα ρούχα του και τα τρύπια παπούτσια του, περπάτησε ως την οδό Αιόλου. Στάθηκε μπροστά στη βιτρίνα με το σιδηρόδρομο. Τον κοίταγε για αρκετή ώρα. Έπειτα κάθισε κάτω, στο κρύο, μέσα στο χιόνι, και άρχισε να ονειρεύεται πως έχει το σιδηρόδρομο και παίζει.
      Μάζεψε μερικά πεταμένα κουτάκια, τα έκανε βαγόνια και άρχισε το παιχνίδι. Ξάφνου, σήκωσε το κεφάλι του και είδε έναν άνδρα να του χαμογελά. Ήταν ο πατέρας! Δεν ξέρει πώς αλλά τον γνώρισε. Του χαμογέλασε και του πρότεινε το χέρι για να σηκωθεί από τη γωνία του δρόμου. “Μπαμπά”, φώναξε ο μικρός Πέτρος. Στα χέρια του κρατούσε το σιδηρόδρομο. Τον αληθινό σιδηρόδρομο που τόσο ήθελε. “Έλα μαζί μου” του είπε. “Εκεί που θα πάμε είναι ζεστά και θα παίζεις όσο θέλεις με το σιδηρόδρομο. Ο μικρούλης έδωσε το παγωμένο χεράκι του στον άνδρα και έφυγαν...
      Την άλλη μέρα οι περαστικοί βρήκαν το κορμάκι του παγωμένο στην άκρη του δρόμου, εκεί, δίπλα στην βιτρίνα! 


Γράφει: ο Παναγιώτης Γκρίζης, μαθητής 2ου Γυμνασίου Αγρινίου                 
                                                                       
    …  Ο μικρός πολύ στεναχωρημένος αφού δεν θα μπορούσε να πάρει το αγαπημένο του τρενάκι ζήτησε από την μητέρα του να τον αφήσει να το χαζέψει λίγο ακόμη από την βιτρίνα. Κάθισε εκεί και το κοίταζε έπαιζε μαζί του με την φαντασία του... Η ώρα είχε περάσει και χωρίς να το καταλάβει άρχισε να σκοτεινιάζει. Kουλουριάστηκε στη γωνία δίπλα στη βιτρίνα γιατί έκανε πολύ κρύο δεν του έκανε καρδιά να το αποχωριστεί.
Εκείνη την ώρα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων περνούσαν από εκεί ο παππούς τον πλησίασε τον ακούμπησε στην πλάτη και τον ρώτησε: “Γιατί είσαι εδώ μόνο σου;”. Το αγοράκι του εξήγησε όλα όσα συνέβησαν  ότι ο μπαμπάς του έλειπε στην εξορία ότι η μαμά του δεν είχε δουλειά και ότι βρισκόταν εκεί για να μαζέψουν χρήματα για να μπορέσουν να φάνε κάτι και ότι αυτός ήθελε πολύ να αγοράσει το τρενάκι. Οι ηλικιωμένοι συγκινήθηκαν πολύ από αυτά που τους διηγήθηκε. Έτσι παίρνουν το μικρό πήγαν του αγόρασαν ρούχα και τρόφιμα. Όμως δεν μπορούσαν να του αγοράσουν το παιχνίδι της βιτρίνας, του αγόρασαν ένα πιο μικρό τρενάκι. Ο μικρός πολύ χαρούμενος αφού τους ευχαρίστησε έτρεξε στη μαμά του! Δεν ήταν χαρούμενος γιατί απέκτησε ένα παιχνίδι και τρόφιμα αλλά γιατί κατάλαβε πως δεν υπάρχουν μόνο κακοί  άνθρωποι αλλά υπάρχουν άνθρωποι γεμάτοι ευαισθησία και αγάπη για τον συνάνθρωπό τους.